Σάββατο 31 Αυγούστου 2013

ΕΜΦΑΝΙΣΕΙΣ ΚΑΙ ΘΑΥΜΑΤΑ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ.

ΕΜΦΑΝΙΣΕΙΣ ΚΑΙ ΘΑΥΜΑΤΑ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ.
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Η Θεοτόκος Μαρία, ή πρώτη μεταξύ των αγίων, ήταν το πρόσωπο το "προκατηγγελμένον υπό των Προφητών" καί "έκλελεγμένον εκ πασών των γενεών", νια να συνεργήσει στο μυστήριο της ένσαρκώσεως του Θεού Λόγου.

Το όνομα Μαρία, το όποιο δόθηκε στη Θεοτόκο "κατά πρόγνωσιν καί βουλήν του Θεού", ερμηνεύεται "Κυρία". Ό άγιος Νικόδημος δίνει στο όνομα τριπλή ερμηνεία: κυρία, φωτισμό καί θάλασσα, πού δηλώνουν αντιστοίχως τη δύναμη, τη σοφία καί την αγαθότητα της Θεοτόκου. Από τον Πατέρα έλαβε τη δύναμη, νια να εκπληρώνει σαν Μητέρα στη γη εκείνο πού εκπληρώνει ό Θεός σαν Πατέρας στον ουρανό. Από τον Υιό έλαβε τη σοφία σαν Μητέρα Του, για να μπορεί να συμφιλιώνει τον Θεό με τον άνθρωπο. Από το "Αγιο Πνεύμα, τέλος, έλαβε την αγαθότητα σαν Νύμφη Του, νια να μεταδίδει τα πνευματικά χαρίσματα σε όλα τα κτίσματα.
Ή αγία ζωή της Θεοτόκου, από αυτή τη γέννηση της, είναι συνυφασμένη με θαυμαστά γεγονότα καί γεμάτη από εξαιρετικές ευλογίες. Μόνη αυτή, άπ' όλες τις γυναίκες, γεννήθηκε εξ επαγγελίας, δηλαδή ύστερα από αγγελική πρόρρηση.
Ύστερα από τρία χρόνια οδηγήθηκε κατά θεία νεύση στα "Αγια των Αγίων "ως τριετίζουσα δάμαλις", όπου, κατά τον Δαμασκηνό Ιωάννη, "φυτευθείσα καί πιανθείσα τω Πνεύματι ώσεί έλαία κατάκαρπος, πάσης αρετής καταγώγιον γέγονεν". Εκεί ή Θεοτόκος Μαρία παρέμεινε δώδεκα χρόνια καί τρεφόταν υπερφυσικά με ουράνια τροφή. Την ετοίμαζε έτσι ό Θεός για το μεγάλο ύπούργημα της ένσάρκου οικονομίας. Την ετοίμαζε νια να την αναδείξει "κεχαριτωμένη", να την κοσμήσει δηλαδή με όλα τα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος.
"Οταν ήρθε το πλήρωμα του χρόνου, άγγελος Κυρίου αποστέλλεται προς την Παρθένο καί της ευαγγελίζεται τη σύλληψη του Υίού του Θεού. Εκείνη ταπεινά καί υπάκουα δέχεται την υψίστη τιμή καί "πλήρης Πνεύματος Αγίου" αναφωνεί: "Μεγαλύνει ή ψυχή μου τον Κύριον καί ήγαλλίασε το πνεύμα μου επί τω Θεώ τω σωτήρί μου, ότι έπέβλεψεν επί την ταπείνωσιν της δούλης αυτού". Με καμία άλλη αρετή ή Θεοτόκος δεν εϊλκνσε τόσο τη συγκατάβαση του Θεού, όσο με την ταπείνωση. Αυτός πού ταπεινώθηκε μέχρι θανάτου σταυρικού, πράγματι τέτοια ταπεινή μητέρα χρειαζόταν.
Ή πρωτοφανής αυτή ταπείνωση, κατά τον άγιο Νικόδημο, δεν έμενε μόνο ριζωμένη στο βάθος της καρδιάς της, άλλ' από κεί ανάβλυζε καί πλημμύριζε καί στο πανάμωμο σώμα της, στίς κινήσεις, στην ενδυμασία, στα έργα καί στα λόγια της.
Την άκρα ταπεινοφροσύνη της Θεοτόκου συναγωνίζεται ή καθαρότητα της. Ό άγιος Γρηγόριος ό Παλαμάς αναφέρει ότι ή Παναγία υπερέβαλλε ακόμη καί τους αγγέλους στην καθαρότητα.
Πολλοί επίσης από τους Πατέρες συμφωνούν ότι ή Θεοτόκος ήταν εντελώς ξένη προς την αμαρτία. Ό στίχος του "Ασματος ""Ολη καλή ή πλησίον μου, καίμώμος ουκ εστίν εν σοι", ταιριάζει καί χαρακτηρίζει απόλυτα την καθαρότητα της Παρθένου.
Στόν Ευαγγελισμό ή Θεοτόκος απαλλάσσεται, με την επέλευση του Αγίου Πνεύματος, κι άπ' αυτόν τον κοινό ρύπο της ανθρωπότητας, το προπατορικό αμάρτημα. Έτσι αξιώνεται να γίνει θείο κατοικητήριο καί να διακονήσει στο υπερφυσικό μυστήριο της ενανθρωπήσεως του Θεού Λόγου. Το μυστήριο αυτό συντελείται χωρίς να φθείρει την καθαρότητα της Παρθένου, διότι ή Θεοτόκος συνέλαβε, έκυοφόρησε καί έγέννησε τον Κύριο άσπόρως καί άφθόρως. Έτσι διατηρήθηκε παρθένος προ, κατά καί μετά τη γέννηση του Κυρίου, καί έμεινε Άειπάρθενος.
Όλόκληρη ή ζωή της Παναγίας ήταν μια διαρκής θεία δοξολογία. 'Αλλά καί ή μακαριά κοίμηση της ήταν ένα αντάξιο έπισφράγισμα της ζωής της.
Τρεις ήμερες μετά τον ενταφιασμό της από τους αγίους αποστόλους "μετέστη προς την ζωήν", δηλαδή το θεοδόχο σώμα της μεταφέρθηκε στον ουρανό, όπου είχε προπορευθεί ή αγία ψυχή της, καί όπου τώρα απολαμβάνει την έσχατολογική αφθαρσία της αιωνιότητας.
Ό άγιος Μάρκος Εφέσου μελωδεί επιγραμματικά το καταπληκτικό αυτό γεγονός: "Νέκρωσιν ή της ζωής Μήτηρ δέχεται, καί τάφω τεθείσα μετά τριτήν ήμέραν εύκλεώς έξανίσταται είς αιώνας τω Υίώ συμβασιλεύουσα καί αιτούσα την των πταισμάτων ημών άφεσιν".
Ό χρυσορρήμων άγιος, κατάπληκτος από το μεγαλείο της Θεοτόκου, προκαλεί τον πιστό να ερευνήσει καί να βρει παρόμοια θαυμαστή ύπαρξη: "Ουδέν εν βίω οίον ή Θεοτόκος Μαρία. Περίελθε, ω άνθρωπε, πάσαν την κτίσιν τω λογισμώ καί βλέπε ει έσαν ίσον ή μείζον της αγίας Θεοτόκου Παρθένου. Περινόστησον την γήν, περίβλεψον την θάλασσαν, πολυπραγμόνησον τον αέρα, τους ουρανούς τη διάνοια ερεύνησαν, τάς αόρατους πάσας Δυνάμεις ένθυμήθη καί βλέπε εστίν άλλο τοιούτον θαύμα εν πάση τη κτίσει".
Μετά τη θεία μετάσταση ή Θεοτόκος συμβασιλεύει με τον Υιό της στους ουρανούς. Από την τιμητική αυτή θέση συμπαρίσταται δυναμικά στο ανθρώπινο γένος. Έχει το "δύνασθαι του θέλειν ισοτάλαντον", διό έδάνεισε τη σάρκα της "τω παντεχνήμονι Λόγω", ό Όποιος γι' αυτό της είναι αιωνίως χρεώστης, κατά τον άγιο Νικόδημο.
Έχοντας τέτοια δύναμη ή Θεοτόκος, "διαπορθμεύει" σε όλους τις θεϊκές δωρεές, μεσιτεύει με τίς σωστικές πρεσβείες της υπέρ των ανθρώπων καί επηρεάζει τίς βουλές του Υίού της. Ή θαυματουργική της χάρη, ξεχωριστή καί πιο ισχυρή από των άλλων αγίων, εκδηλώνεται στους ανθρώπους με πολλούς τρόπους. Έτσι ή Παναγία εμφανίζεται σαν υπέρμαχος στρατηγός στους πολέμους, άμισθος ιατρός στίς αρρώστιες, "ταχεία σκέπη καί βοήθεια" σε κάθε ανάγκη.

                                                     
* * *

Ή ευγνωμοσύνη, ή εμπιστοσύνη καί ή αγάπη του πιστού λαού στην Παναγία αποτυπώνονται στην υμνογραφία, στη λαογραφία, στην τέχνη καί στη λατρεία.
Πολλές εκκλησίες καί μοναστήρια είναι αφιερωμένα στη Θεοτόκο. Προς τιμήν της φιλοτεχνήθηκαν πλήθος ιερές εικόνες. Άλλα καί ύμνοι, τροπάρια, ακολουθίες καί εορτές έχουν την αναφορά τους στη Θεομήτορα. Πολλά ιερά προσκυνήματα είναι καθιδρυμένα σε περιοχές, πού σχετίζονται με θαύματα της Παναγίας. Σέ παραδόσεις, δοξασίες καί λαϊκές παροιμίες τ' όνομα της Θεοτόκου αναφέρεται με εξαιρετική τιμή καί ευλάβεια.
Έκτος από τίς βασικές θεομητορικές εορτές, ή ζωή της εκκλησίας καί ή λαϊκή ευσέβεια έχουν προσθέσει καί άλλες πολλές, πού σχετίζονται με θαυμαστές ενέργειες της Θεομήτορος, με έγκαινιασμούς ναών της ή με ευρέσεις θαυματουργών εικόνων της. Στή Ρωσία οι εορτές της Παναγίας, πού γίνονται προς τιμήν θαυματουργών εικόνων της, ανέρχονται σε διακόσιες.
Τα πολλά αφιερώματα, με τα οποία είναι κατάφορτες οι θεομητορικές εικόνες, αποτελούν μία ακόμη απόδειξη της λαϊκής ευγνωμοσύνης απέναντι της. Κάθε τόπος έχει καί μία θαυματουργή εικόνα της Παναγίας, καθεμιά με την ιστορία καί τους θρύλους της, πού δημιουργούν ατμόσφαιρα θρησκευτικού μυστηρίου.
Από τίς εκκλησιαστικές ακολουθίες πού αναφέρονται στην Παναγία, οι πιο δημοφιλείς είναι οί Χαιρετισμοί της μεγάλης Τεσσαρακοστής καί οι Παρακλήσεις του Δεκαπενταύγουστου.
Στή Θεοτόκο δόθηκαν πολλές επωνυμίες, επίθετα εκφραστικά καί κάποτε παράδοξα, πού αντιστοιχούν στίς ιδιότητες της, στους εικονογραφικούς της τύπους, στον χρόνο των εορτών της κ. ά. Τέτοιες ονομασίες είναι: Όδηγήτρια, Γλυκοφιλούσα, Γοργοϋπήκοος, Πορταιτισσα, Προυσιώτισσα, Φανερωμένη, Ζωοδόχος Πηγή, Μυρτιδιώτισσα κ. λ. π.

                                                       
* * *

Τα θαύματα της Παναγίας πού, δειγματοληπτικά μόνο, συμπεριλάβαμε στο βιβλίο αυτό, προέρχονται από διάφορες πηγές. Τα προσφέρουμε διασκευασμένα καί εμπλουτισμένα με τ' απαραίτητο γεωγραφικά καί ιστορικά στοιχεία, χωρίς όμως να αλλοιώνουμε καθόλου την ουσία τους.
Ό αριθμός πού σημειώνεται στο τέλος κάθε κειμένου, μέσα σε αγκύλες, παραπέμπει στην κυριότερη σχετική με το θέμα πηγή, πού βρίσκεται αριθμημένη με αλφαβητική σειρά στο τέλος του βιβλίου.
Στά θαύματα αυτά ή Θεοτόκος έρχεται σε άμεση επαφή με τους ανθρώπους καί τα προβλήματα τους. Συχνά εμφανίζεται στον ύπνο ή σε έγρήγορση. "Αλλοτε ή παρουσία της γίνεται αισθητή μόνο με τη φωνή ή με κάποια ευωδιά.
Με όλους αυτούς τους τρόπους επεμβαίνει θαυματουργικά καί θεραπεύει αρρώστιες, ενθαρρύνει πολεμιστές, ικανοποιεί ανάγκες, σώζει από κινδύνους, δίνει λύσεις σε προβλήματα καί αδιέξοδα. "Αλλοτε πάλι καθοδηγεί για την εύρεση ιερών της εικόνων καί άλλοτε ευαγγελίζεται ευεργεσίες ή, αντίθετα, προμηνύει συμφορές. Με ανάλογο τρόπο στιγματίζει την αταξία καί ασέβεια ή βραβεύει την αρετή. Τέλος, οδηγεί στη μετάνοια, μεταστρέφει αλλόθρησκους καί τιμωρεί παραδειγματικά τους βλάσφημους.
Ή ζωντανή όμως αυτή παρουσία της Θεοτόκου τόσο στην ατομική όσο καί την κοινή ζωή των χριστιανών, νια να γίνει αντιληπτή καί αποδεκτή, προϋποθέτει καί εξίσου ζωντανή πίστη. Αυτή την αλήθεια τονίζει χαρακτηριστικά ένα ορθρινό Θεοτόκιο της 10ης Ιανουαρίου:
"Πίσης ήγείσθω μόνη καί μη άπόδειξις των υπέρ νουν θαυμάτων, Θεογεννητορ κόρη, των σων τον γαρ άκατάληπτον Θεόν Λόγον τέτοκας, ένδυσάμενον την ανθρωπότητα...".
* * *


ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ

ΟΝΟΜΑΣΙΕΣ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΑΠΟ ΕΥΣΕΒΗ ΛΑΟ
Παναγία ή Προυσιώτισσα
    Ψηλά, στίς έλατόφυτες βουνοκορφές της νοτιοδυτικής Ευρυτανίας, καί σφηνωμένη ανάμεσα σε κάθετους γκριζωπούς βράχους με άγρια μεγαλοπρέπεια, προβάλλει ή ιερά μονή του Προύσου.
Είναι σταυροπηγιακό καί ιστορικό μοναστήρι, με μεγαλόπρεπα τριώροφα κτίρια. Ανάμεσα τους υπάρχει σπήλαιο λαξευμένο, πού φιλοξενεί στο εσωτερικό του τον πρώτο καί παλαιό ναό της μονής. Μέσα σ' αυτόν φυλάσσεται ή θαυματουργή εικόνα της Παναγίας, πού επονομάζεται Προυσιώτισσα.
Σύμφωνα με την παράδοση, ή εικόνα αυτή ήταν τοποθετημένη σ' ένα ναό της Προύσας. Στά χρόνια της εικονομαχίας (829) την παρέλαβε κάποιος άρχοντας, πού σκόπευε να τη μεταφέρει στην Ελλάδα για ασφάλεια. "Οταν όμως έφθασε στην Καλλίπολη, έχασε την εικόνα, ή οποία κατευθύνθηκε θαυματουργικά στο σημείο πού βρίσκεται σήμερα ή μονή του Προύσου. Το γεγονός σύντομα διαδόθηκε. Δεν άργησε να φθάσει καί στ' αυτιά του άρχοντα πού τη μετέφερε. Έτρεξε, την αναγνώρισε συγκινημένος, έκάρη εκεί μοναχός καί θεωρείται ό πρώτος κτίτωρ της μονής.
Ή τιμωρία του γερμανού. 
Στό ιστορικό της μονής αναφέρεται ότι επί τουρκοκρατίας καταστράφηκε πολλές φορές. Ή τελευταία όμως καταστροφή, πού μετέβαλε τα κτίρια σε σωρούς ερειπίων, έγινε το 1944 από τους γερμανούς.
Μετά την καταστροφή των κτισμάτων, ένας αξιωματικός θέλησε να κάψει καί την εκκλησία. Προσπάθησε πολλές φορές, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Ενώ λοιπόν στεκόταν άπ' έξω κι έδινε διαταγές, τιμωρήθηκε παραδειγματικά από το χέρι της Παναγίας. Μία αόρατη δύναμη τον έριξε με ορμή πάνω στο πλακόστρωτο. Το χτύπημα ήταν δυνατό, και ό γερμανός ανίκανος να σηκωθεί. Τον σήκωσαν οί στρατιώτες καί τον έβαλαν πάνω σε ζώο για να τον μεταφέρουν στο Αγρίνιο.
Έτσι ό ναός παρέμεινε αβλαβής, όπως διαφυλάχθηκε ακέραιος δια μέσου των αιώνων.
Ή άγνωστη «καλόγρια». 
Πέρασαν τέσσερα χρόνια. Ό συμμοριτοπόλεμος τώρα μαίνεται στην ελληνική ύπαιθρο. Οί κάτοικοι της Ευρυτανίας καί ορεινής Ναυπακτίας εγκαταλείπουν τα χωριά τους καί προσφευγουν νια ασφάλεια σε άλλα μέρη της Ελλάδος. Μαζί τους προσφεύγει καί ή θαυματουργή εικόνα της Παναγίας. Ακολουθεί κι αυτή την τύχη των παιδιών της καί μεταφέρεται από τους μοναχούς του Προύσου στη ακρόπολη της Ναυπάκτου. Το μοναστήρι παραμένει τελείως έρημο.
Ύστερα από καιρό αρχίζουν οί επιχειρήσεις του στρατού. Ή ενάτη μεραρχία αναλαμβάνει εκκαθαριστικές επιχειρήσεις στην Ευρυτανία. Μερικά τμήματα περνούν από τον Προυσό. Ορισμένοι αξιωματικοί καί στρατιώτες πλησιάζουν στη σκοτεινή εκκλησούλα της σπηλιάς καί μπαίνουν για να προσκυνήσουν.
Εκεί μέσα αντικρίζουν ένα παράδοξο θέαμα: Μπροστά το τέμπλο, στ' αριστερά της ωραίας πύλης, να αναμμένο καντήλι καί μια καλόγρια γονατιστή.
Οί στρατιώτες απορούν. Πώς ζει αυτή ή μοναχή εδώ,τι στιγμή πού ή Ευρυτανία είναι τελείως έρημη από κατοίκους; Πώς συντηρείται, τί τρώει, που βρίσκει λάδι για το καντήλι; Την ερωτούν λοιπόν, κι εκείνη σεμνά καί πονεμένα τους απαντά:
- Παιδιά μου, ζω εδώ μοναχή μου δυόμισι τώρα χρόνια. Για τη δική μου ζωή δεν χρειάζονται φαγητό καί ψωμί. Μου αρκεί ότι έχω το καντήλι μου αναμμένο.
Οί στρατιώτες, κουρασμένοι από τίς επιχειρήσεις καί βιαστικοί να φύγουν, δεν έδωσαν προσοχή στα λόγια της. Την επομένη όμως, όταν τα έφεραν πάλι στη μνήμη τους, κατάλαβαν πώς επρόκειτο νια κάτι θαυμαστό. Κι όταν αργότερα περνούσαν από τη Ναύπακτο, ζήτησαν με επιμονή άδεια από τον διοικητή τους νια να επισκεφθούν τον μητροπολίτη.
Ό επίσκοπος Ναυπακτίας καί Ευρυτανίας Χριστόφορος τους υποδέχθηκε με αγάπη, κι αφού τους άκουσε συγκινημένος, έριξε φως στο μυστήριο.
-  Ό ναός, τους είπε, πού επισκεφθήκατε, ανήκει στην έρημη τώρα ιερά μονή Προυσιώτισσας, της οποίας ή θαυματουργή εικόνα βρίσκεται πάνω από δύο χρόνια εδώ, στο παρεκκλήσι της μητροπόλεως μας, στον άγιο Διονύσιο. Πηγαίνετε να την προσκυνήσετε, καί θα καταλάβετε...
Πήγαν πράγματι καί προσκύνησαν. Τότε αυθόρμητα στον καθένα δόθηκε ή εξήγηση στην απορία του: Στήν εικόνα της Θεομήτορος αναγνώρισαν τη μοναχή εκείνη πού συνάντησαν στο εκκλησάκι της σπηλιάς, ψηλά στον Προυσό!

Παναγία ή Πορταΐτισσα
   
Η θαυματουργή Πορταΐτισσα, ή εξέχουσα μεταξύ των θεομητορικών εικόνων του "Αθω, ήταν αρχικά φυλαγμένη, καθώς διασώζει ή παράδοση, στη μικρασιατική Νίκαια. Μια ευσεβής γυναίκα με τον μοναχογιό της την είχαν τοποθετήσει μέσα στην ιδιόκτητη εκκλησία τους καί την τιμούσαν.
Στά χρόνια της δεύτερης εικονομαχίας Βασιλικοί κατάσκοποι ανακάλυψαν την εικόνα καί απείλησαν τη γυναίκα πώς θα τη σκοτώσουν αν δεν τους δωροδοκήσει. Εκείνη υποσχέθηκε ότι την επομένη θα τους έδινε τα χρήματα. Καί τη νύχτα, αφού προσευχήθηκε μπροστά στην εικόνα, τη σήκωσε με ευλάβεια, κατέβηκε στην παραλία καί την έριξε στη θάλασσα λέγοντας:
- Δέσποινα Θεοτόκε, εσύ έχεις τη δύναμη κι εμάς να διασώσεις από τη οργή του Βασιλιά, αλλά καί την εικόνα σου από τον καταποντισμό.
Τότε πραγματικά έγινε κάτι θαυμαστό. Ή θαυματουργή εικόνα στάθηκε όρθια στα κύματα καί κατευθύνθηκε προς τη δύση. Συγκινημένη ή γυναίκα από το γεγονός γυρίζει στον γιο της καί του λέει:
- Εγώ, παιδί μου, για την αγάπη της Παναγίας είμαι έτοιμη να πεθάνω. Εσύ να φύγεις. Να πάς στην Ελλάδα.
Χωρίς αργοπορία το παιδί ετοιμάστηκε καί ξεκίνησε για τη Θεσσαλονίκη, κι από κει για τον "Αθωνα, όπου έμόνασε. Σάν μοναχός άσκήτεψε στον τόπο πού αργότερα ιδρύθηκε ή μονή των Ιβήρων. Αυτό ήταν οικονομία Θεού, γιατί έτσι πληροφορήθηκαν οί άλλοι μοναχοί το ιστορικό της θαυματουργής εικόνας.
Πέρασε καιρός. Ό μοναχός από τη Νίκαια πέθανε, καί το μοναστήρι των Ιβήρων ιδρύθηκε καί ολοκληρώθηκε. Ήταν βράδυ, όταν οι μοναχοί άντίκρυσαν ένα παράξενο θέαμα: Ένα πύρινο στύλο πού ξεκινούσε από τη θάλασσα κι έφθανε στον ουρανό.
Το όραμα συνεχίστηκε ήμερες καί νύχτες. Κατεβαίνουν οι αδελφοί στην παραλία καί βλέπουν με θαυμασμό στη βάση του πύρινου στύλου μία εικόνα της Θεοτόκου. Όσο όμως την πλησίαζαν εκείνη απομακρυνόταν. Συγκεντρώθηκαν τότε στην εκκλησία καί παρακάλεσαν με δάκρυα τον Κύριο να χαρίσει στο μοναστήρι τους τον ανεκτίμητο αυτό θησαυρό. Μεταξύ των μοναχών υπήρχε ένας ευλαβής ασκητής, πού λεγόταν Γαβριήλ. Σ' αυτόν παρουσιάζεται ή Παναγία καί του λέει:
- Να πεις στον ηγούμενο καί στους αδελφούς ότι θα σας παραδώσω την εικόνα μου, για να σας προστατεύει. Θα μπεις κατόπιν στη θάλασσα, θα περπατήσεις πάνω στα κύματα, κι έτσι θα καταλάβουν όλοι την εύνοια μου για το μοναστήρι σας.
Έτσι κι έγινε. Ό π. Γαβριήλ περπάτησε πάνω στη θάλασσα σαν σε στερεά γη, παρέλαβε με ευλάβεια τη θαυματουργή εικόνα καί επέστρεψε στην παραλία. Εκεί συγκεντρωμένοι όλοι οι μοναχοί της επιφύλαξαν τιμητική υποδοχή. Ύστερα την παρέλαβαν καί την τοποθέτησαν στο Ιερό βήμα του καθολικού.
"Οταν την επομένη ό εκκλησιαστικός πήγε ν' ανάψει τα καντήλια, ή εικόνα έλειπε. Ερεύνησε παντού καί την ανακάλυψε στο τείχος, πάνω από την πύλη της μονής. Την επανέφεραν στο καθολικό, αλλά ή εικόνα έφυγε καί πάλι. Αυτό επαναλήφθηκε πολλές φορές. Τέλος ή Παναγία παρουσιάζεται στον γέροντα Γαβριήλ καί του λέει:
- Να πεις στους αδελφούς να μη μ' ενοχλούν. Δεν ήρθα εδώ νια να φυλάγομαι από σας, αλλά να σας φυλάω. Όσοι ζείτε στο Όρος τούτο ενάρετα, να ελπίζετε στην ευσπλαχνία του Υιού μου. Γιατί, όσο υπάρχει ή εικόνα μου μέσα στη μονή σας, ή χάρη καί το έλεος Του θα σας επισκιάζουν πάντοτε.
Ύστερα άπ' αυτό οί μοναχοί έχτισαν παρεκκλήσι κοντά στην πύλη κι εκεί τοποθέτησαν την ιερή εικόνα.
Πράγματι ή Πορταΐτισσα, καθώς υποσχέθηκε, προστατεύει τη μονή καί οικονομεί κάθε της ανάγκη Ή θεραπεία της πριγκίπισσας. Το 1651 οί 365 Ιβηρίτες μοναχοί δοκίμαζαν οικονομική στενότητα, γι' αυτό ανέθεσαν στη Θεοτόκο να μεριμνήσει για τη συντήρηση τους. Αμέσως ή φιλόστοργη Μητέρα έτρεξε νια εξεύρεση πόρων με το ακόλουθο χαριτωμένο θαύμα.
Εκείνη την περίοδο ήταν βαριά άρρωστη ή κόρη του τσάρου της Ρωσίας Αλεξίου Μιχαήλοβιτς. Τα πόδια της ήταν παράλυτα καί για τους γιατρούς αθεράπευτα.
Τη θλίψη της πριγκίπισσας καί των Βασιλέων γονέων της έρχεται τώρα να μεταβάλει σε χαρά ή θαυματουργή Πορταίτισσα. Παρουσιάζεται μια νύχτα στον ύπνο της, κι αφού της έδωσε θάρρος καί υποσχέθηκε να τη θεραπεύσει της λέει:
- Να πεις στον πατέρα σου να φέρει από τη μονή των Ιβήρων την εικόνα μου την Πορταϊτισσα.
Το πρωί ή άρρωστη διαβίβασε την εντολή κι αμέσως ξεκίνησε έκτακτη αποστολή, για να μεταφέρει στους Ιβηρίτες μοναχούς την επιθυμία του τσάρου. Εκείνοι φοβήθηκαν μήπως ή εικόνα δεν επιστραφεί, καί αποφάσισαν να στείλουν ένα πιστό αντίγραφο με τιμητική συνοδεία τεσσάρων ιερομόναχων.
Μόλις μαθεύτηκε ό ερχομός της σεπτής εικόνας στη Μόσχα, ή πόλη άδειασε. Όλοι, βασιλείς καί λαός, έτρεξαν να την προϋπαντήσουν. Στ' ανάκτορα όμως ή πριγκίπισσα κειτόταν στο κρεβάτι, χωρίς να γνωρίζει τίποτε. Κάποια στιγμή ζήτησε τη μητέρα της καί τότε πληροφορήθηκε το μεγάλο γεγονός.
- Τί; φώναξε. Έρχεται ή Παναγία, κι έμενα με άφησαν εδώ;
Πηδά αμέσως από το κρεβάτι, ντύνεται καί τρέχει να υποδεχθεί κι εκείνη την Παναγία. Ό κόσμος είδε την παράλυτη πριγκίπισσα να τρέχει καί τα έχασε. Ή συγκίνηση κορυφώθηκε, όταν από την άλλη μεριά έφθασε ή αγία είκόνα κι έγινε ή τελετή της υποδοχής καί της προσκυνήσεως.
- Μεγαλειότατε, είπαν οί απεσταλμένοι, προσφέρουμε τη σεπτή αυτή είκόνα σαν δώρο στο ευσεβές ρωσικό έθνος.
- Σας ευχαριστώ, είπε συγκινημένος ό τσάρος. Σέ ένδειξη της ευγνωμοσύνης μου σας παραχωρώ μία από τίς καλύτερες μονές της πρωτεύουσας, τον άγιο Νικόλαο. Επίσης ετήσιο επίδομα από 2.500 ρούβλια, ατέλεια σε ό,τι εισάγετε καί εξάγετε από τη χώρα μου, καθώς καί δωρεάν μετακίνηση των απεσταλμένων σας.
Το μετόχι αυτό παρέμεινε στην κυριότητα της μονής Ιβήρων μέχρι το 1932 καί της εξασφάλιζε τόσες προσόδους, ώστε κάλυπτε όλες σχεδόν τίς υλικές της ανάγκες.

Παναγία ή Νιαμονίτισσα
  
Η μυροβόλος Χίος, ή «παιπαλόεσσα», κατά τον Όμηρο, για το βραχώδες καί ορεινό έδαφος της, εθεωρείτο από τους αρχαίους «ως μία των Μακάρων νήσων» νια τα φυσικά της πλεονεκτήματα
Αυτή ή ονομασία θα της ταίριαζε μεταφορικά καί για την ευλάβεια των κατοίκων της. Στήν αρχαιότητα ήταν γεμάτη αγάλματα καί ειδωλολατρικούς ναούς. 'Αλλά καί στη χριστιανική εποχή το πλήθος των ιερών ναών της κινεί την περίεγεια κάθε έπισκέπτου. «Ή χιακή κοινωνία, σημειώνει ό Μ. Ίουσηνιάνης το 1606, είναι ευλαβέστατη, ενώ ό κλήρος της πολύ πιο αξιόλογος από άλλων περιοχών». Έχει επίσης να επιδείξει πολλούς αγίους καί πολλά μοναστήρια.
Λίγα χιλιόμετρα από την πρωτεύουσα του νησιού, στους πρόποδες του Προβάπου όρους, προβάλλει το πιο αξιόλογο μοναστήρι της Χίου, ή παλαίφατη Νέα Μονή. Το πατριαρχικό αυτό σταυροπήνιο, με τα βασιλικά χρυσόβουλα καί τα περίφημα ψηφιδωτά, είναι οχυρωμένο από φυσικά καί τεχνητά τείχη καί πύργους, τμήματα των οποίων σώζονται μέχρι σήμερα.
Οί κτιριακές εργασίες της μονής άρχισαν το 1034 από τους χιώτες ασκητές Νικήτα, Ιωσήφ καί Ιωάννη. Πολύτιμο συμπαραστάτη στην προσπάθεια τους αυτή είχαν τον βυζαντινό αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Θ' τον Μονομάχο.
Στά ιστορικά της μονής είναι διάχυτη ή παράδοση για τη θαυμαστή εύρεση της Παναγίας Νιαμονίτισσας. Αυτή τη θαυματουργή εικόνα ανακάλυψαν μέσα σε πυκνός δάσος οι τρεις κτήτορες, τριγυρισμένη από αδιαπέραστα βάτα καί χαμόκλαδα.
Ή θεία μορφή της Θεοτόκου παριστάνεται σε μία ίδιότυπη καί μοναδική στάση: Κρατά στα χέρια το θείο Βρέφος, αλλά εικονίζεται όρθια, με ανοιχτή τη μητρική αγκαλιά καί τα πόδια σε στάση βηματισμού.
Ή ιερή εικόνα της Νιαμονίτισσας σώζεται συχνά ή ϊδια θαυματουργικά από πυρκαγιές, αλλά καί σώζει από σφαγές, επιδρομές καί λοιπές περιπέτειες, πού δοκίμασε ή Νέα Μονή στην ιστορική διαδρομή της.
Ό χρυσοχόος.
Κάποτε οί μοναχοί ανέθεσαν σ' ένα Χιώτη χρυσοχόο να επενδύσει με χρυσό ένα μέρος της ιερής εικόνας, για να την προφυλάξουν από τη φθορά. Ό έκκλησιάρχης την τοποθέτησε στον κυρίως ναό, και ό τεχνίτης άρχισε την εργασία του με ευλάβεια.
Ξαφνικά ακούει μία γλυκεία φωνή να του λέει ψιθυριστά:
Ελαφρά χτύπα, ελαφρά" να 'χης την ευχή μου, γιατί ή εικόνα είναι παλαιά!
Σηκώνει τα μάπα ό χρυσοχόος καί βλέπει μια μεγαλόπρεπη γυναίκα με ολόχρυση φορεσιά. Δεν πρόλαβε να τη ρωτήσει ποια ήταν, γιατί μπήκε αμέσως στο ιερό βήμα από τη νότια πύλη. Τρέχει να την προφθάσει, αλλά Εκείνη είχε εξαφανιστεί. Μπαίνει στο ιερό, καί τότε αναγνωρίζει στη μορφή της πλατυτέρας τη γυναίκα, πού πρίν από λίγο του είχε φανερωθεί.
Ή καμπάνα.
Το καμπαναριό της Νέας Μονής μοιάζει με τετράγωνο πύργο καί υψώνεται σχεδόν τριώροφο μέχρι τον θόλο του καθολικού. Είναι στεγασμένο με μολύβι καί στολίζεται στην κορυφή με ωραίο σιδερένιο σταυρό. Αρχικά είχε τέσσερις καμπάνες καί δύο πολυτελέστατα ρολόγια. Όλα όμως εξαφανίσθηκαν το 1822 από τίς ασιατικές ορδές.
Κάποτε μία από τίς μεγαλύτερες καμπάνες ράγισε. Οι μοναχοί τη φόρτωσαν σ' ένα βενετσιάνικο πλοίο καί την έστειλαν στη Βενετία για να την ξαναχύσουν.
Το πλοίο ταξιδεύοντας χτυπήθηκε από ένα κουρσάρικο των πειρατών του Βαρβαρόσσα καί κινδύνεψε να βουλιάξει. Οι ναύτες, στη δύσκολη εκείνη στιγμή, επικαλέστηκαν τη βοήθεια της Παναγίας Νιαμονίτισσας. Ύστερα έσπασαν ένα κομμάτι από την καμπάνα, το έ­βαλαν για μπάλα μέσα στο κανόνι καί χτύπησαν το εχθρικό πλοίο. Το χτύπημα ήταν καίριο καί το πειρατικό βυθίστηκε.
Το βενετσιάνικο καράβι συνέχισε το ταξίδι κι έφθασε στον προορισμό του. Ό καπετάνιος, από ευγνωμοσύνη νια τη σωτηρία τους, έφτιαξε με δικά του έξοδα την καμπάνα καί την πρόσφερε στην Παναγία. Λέγεται μάλιστα πώς ή καμπάνα αυτή ήταν ή πιο μελωδική άπ' όλες.
Το ξύλο καί το σκοινί. 
Ένα χιώτικο καράβι, ταξιδεύοντας, συνάντησε μεγάλη θαλασσοταραχή. Ό καπετάνιος, μπροστά στον κίνδυνο, φώναξε με τη θερμή νησιώτικη πίστη του:
- Παναγιά μου Νιαμονίτισσα, σώσε μας! Καί σου τάζω μια λαμπάδα τόσο ψηλή, όσο το κατάρτι του πλοίου!
Δεν πρόλαβε να τελειώσει τον λόγο του, καί βλέπει πάνω στην αφρισμένη θάλασσα την ίδια τη Θεοτόκο, να κρατά στο χέρι ένα ξύλο κι ένα σκοινί. Ύστερα βυθίστηκε στο κύμα.
Αμέσως ή τρικυμία κόπασε καί το πλοίο προσορμίστηκε σώο στο λιμάνι. Έκεί, με μεγάλη τους έκπληξη, ανακάλυψαν σία ύφαλα του μία τρύπα. Ή τρύπα αυτή ήταν φραγμένη μ' ένα κομμάτι ξύλο κι ένα κομμάτι σκοινί...
Το θαύμα της Παναγίας ήταν ολοφάνερο. Αμέσως ξεκίνησαν όλο το πλήρωμα γεμάτοι ευγνωμοσύνη νια τη Νέα Μονή. Προσκύνησαν τη θαυματουργή εικόνα, πρόσφεραν το τάμα τους, μια πελώρια λαμπάδα, κι άφησαν στον έξωνάρθηκα το σωτήριο ξύλο καί το σκοινί, τα όποια σώζονται εκεί μέχρι σήμερα.
Για την ίδια αιτία, καθώς λέγεται, υπάρχει στον έξω νάρθηκα κι ένα σφουγγάρι. Με τη χάρη της Νιαμονίτισσας το σφουγγάρι αυτό έφραξε τη σχισμή ενός ιστιοφόρου πλοίου, πού κινδύνευε να κανταποντιστεί.
Το μουλάρι.
Τον 17ο αιώνα, καθώς σημειώνουν ξένοι περιηγητές, ή Νέα Μονή αριθμούσε 100 έως 150 μοναχούς, κι έμοιαζε με μικρή πόλη. Ανάλογος ήταν καί ό αριθμός των υποζυγίων για τη μεταφορά των πολλών εισοδημάτων.
Κάποτε ένας προσκυνητής από τη Μυτιλήνη παρέδωσε στον βουρδουνάρη — επιστάτη των ζώων — της Νέας Μονής ένα φορτίο λάδι νια το μοναστήρι. Ό βουρδουνάρης φόρτωσε ένα μουλάρι καί ξεκίνησε.
"Οταν έφθασαν στο εκκλησάκι του αγίου Φανουρίου, σε μια κακοτοπιά, το ζώο παραπάτησε καί γκρεμίστηκε στο βάραθρο μέχρι το ποτάμι. Ό βουρδουνάρης, βέβαιος πώς σκοτώθηκε, δεν ασχολήθηκε περισσότερο μαζί του. Διηγήθηκε όμως στους μοναχούς το θλιβερό επεισόδιο.
Δεν πέρασε πολλή ώρα κι ακούστηκαν στην πύλη της μονής χτυπήματα καί χλιμιντρίσματα. Τρέχει ό πορτάρης ν' ανοίξει, καί άντικρύζει το μουλάρι πού είχε γκρεμιστεί. Το πιο θαυμαστό ήταν, πώς είχε φορτωμένα στην πλάτη τα τουλούμια με το λάδι ακέραια. Ό πορτάρης το έβαλε μέσα καί το ξεφόρτωσε. Τότε όμως συνέβη το εξής παράδοξο: Το ζώο έπεσε αμέσως στη γη νεκρό. Είχε πια εκπληρώσει την αποστολή του.

Η ευλαβής δωρήτρια.
Κάποια ευλαβής χιώτισα, από το χωριό Καλιμασσιά, αφιέρωσε όλη την περιουσία της στη Νέα Μονή. Κάποτε όμως αρρώστησε καί βρέθηκε σε μεγάλη οικονομική ανάγκη. Τότε οι συγγενείς της, αντί να τη βοηθήσουν, την εγκατέλειψαν καί την πίκραιναν με λόγια σκληρά:
"Ας έρθει, της έλεγαν, να σε κοιτάξει ή Νέα Μονή, αφού της έγραψες την περιουσία σου.
Εκείνη δεν έπαυε να προσεύχεται θερμά στην Παναγία ζητώντας τη βοήθεια της. Κι ένα βράδυ, μέσα στον πόνο καί την απελπισία της, βλέπει στον ύπνο της μια γυναίκα. Ή γυναίκα αυτή την πλησίασε, την παρηγόρησε καί μεταξύ των άλλων της είπε:
- Μη φοβάσαι. Ή ασθένεια σου θεραπεύτηκε. Πάρε αυτό το φλουρί καί θα φροντίζω εγώ για σένα.
-  Ποια είσαι; ρώτησε ή άρρωστη.
- Είμαι ή Νέα Μονή.
Με τα λόγια αυτά ξύπνησε ή γυναίκα θεραπευμένη, κρατώντας στο δεξί της χέρι το φλουρί. Πήγε στο μοναστήρι, διηγήθηκε τ' όνειρο της στον ηγούμενο "Ανθιμο καί του παρέδωσε το φλουρί, πού της είχε χαρίσει ή Παναγία.
Θαυμαστά γεγονότα.
"Οταν το μοναστήρι μετατράπηκε σε γυναικείο, οί μοναχές έζησαν ορισμένα θαυμαστά γεγονότα:
Το 1959, τα μεσάνυχτα της 4ης Απριλίου, χτύπησαν χαρμόσυνα οί καμπάνες. Χτυπούσαν μόνες τους, ενώ συγχρόνως έβγαινε από την εκκλησία μία εκτυφλωτική λάμψη.
Αρκετές φορές κινούνται μόνα τους τα καντήλια μπροστά στη θαυματουργή εικόνα, καί συχνά, ενώ οί μοναχές ψάλλουν στο αναλόγιο, ακούγονται βήματα στο ιερό, δυνατοί θόρυβοι καί γλυκύτατες ψαλμωδίες. ακούγονται κυρίως όταν ψάλλεται ή Θ' ωδή, το «"Αξιον εστί» καί οι χαιρετισμοί της Παναγίας.
Με τα θαυμαστά αυτά σημεία ή Νιαμονίτισσα κάνει αισθητή την παρουσία της στο μοναστήρι καί μεταδίδει χαρά καί παρηγοριά στη μοναστική αδελφότητα.

Παναγία ή Κασσιωπία 
    
Στά 1530, στη βενετοκρατούμενη Κέρκυρα, ένας τίμιος νέος, ό Στέφανος, γύριζε κάποια μέρα από την πόλη στο χωριό του.
Στόν δρόμο συνάντησε κι άλλους οδοιπόρους, κι έ­τσι βάδιζαν όλοι μαζί συντροφιά. Κάποια στιγμή διέκριναν μακριά μερικούς νεαρούς, πού μετέφεραν αλεύρι από τον μύλο. Ή παρέα του Στέφανου μπήκε σε πειρασμό.  
- Δεν τους κλέβουμε το αλεύρι; είπαν μεταξύ τους. Κανείς δεν μας βλέπει. Θα το μοιραστούμε καί θα το μεταφέρουμε στα σπίτια μας.
  Όλοι συμφώνησαν, εκτός από τον Στέφανο.
— Είναι αμαρτία! διαμαρτυρήθηκε. Κι υστέρα, δεν θα ξεφύγουμε τη δικαιοσύνη. Θα τιμωρηθούμε σαν ληστές καί κακοποιοί.  
Εκείνοι όμως ήταν αποφασισμένοι. Κι όταν πλησίασε ή λεία τους, επιτέθηκαν στα παιδιά, τα έδειραν καί άρπαξαν το αλεύρι.Οί νεαροί, δαρμένοι καί κακοποιημένοι, πήγαν στα σπίτια τους καί διηγήθηκαν το επεισόδιο. "Υστερα ειδοποίησαν τον διοικητή, τον Σίμωνα Μπάιλο, κι εκείνος έστειλε στρατιώτες για να συλλάβουν τους κακοποιούς. Οί στρατιώτες συνέλαβαν σαν ύποπτο μόνο τον Στέφανο, γιατί οί άλλοι είχαν εξαφανιστεί. Εκείνος βάδιζε αμέριμνος, έχοντας πεποίθηση στην αθωότητα του. Απολογήθηκε στους στρατιώτες με ειλικρίνεια, αλλά δεν τον πίστεψαν. Τον έδεσαν καί τον έκλεισαν στη φυλα­κή.  
Όταν τον οδήγησαν στον κριτή, ομολόγησε πάλι την αλήθεια:  
-  Βάδιζα με τους ληστές, αλλά μέρος στη ληστεία δεν έλαβα. "Αδικα με κατηγορείτε.
  Ό δικαστής όμως δεν τον πίστεψε καί τον καταδίκα­σε.  
-  Ποια τιμωρία προτιμάς, τον ρώτησε, να σου κόψουν τα χέρια ή να σου βγάλουν τα μάτια;  
Κι εκείνος, περίλυπος, προτίμησε τη δεύτερη, γιατί του φάνηκε λιγότερο οδυνηρή. Με θρήνους καί οδυρμούς οδηγήθηκε στον τόπο της καταδίκης, όπου εκτελέστηκε ή φοβερή απόφαση. Ό Στέφανος τώρα, ανίκανος για μετακινήσεις, χειραγωγείται από τη μητέρα του. Δεκαοχτώ μίλια από την πρωτεύουσα του νησιού ήταν χτισμένη ή παραθαλάσσια πόλη Κασσιόπη. Ήταν γνωστή για ένα ναό της Θεοτόκου, από τον όποιο περνούσε πλήθος λάου καί προσκυνούσαν τη θαυματουργή της εικόνα. Ό Στέφανος αποφασίζει καί πηγαίνει στην πόλη αυτή. Θα μένει στον ναό της Θεοτόκου καί θα ζητά ελεημοσύνη από τους φιλάνθρωπους. Προσκύνησε με τη μητέρα του τη θαυματουργή εικόνα καί παρακάλεσε τον διακονητή μοναχό να του παραχωρήσει ένα κελλάκι για τη διαμονή του. Την πρώτη βραδιά έμειναν μέσα στην εκκλησία. Ή μητέρα του, κατάκοπη, κοιμήθηκε αμέσως. Ό ίδιος όμως δεν μπορούσε να ησυχάσει από τους πόνους. Κάποια στιγμή τον πήρε ένας ύπνος ελαφρός. Νοιώθει τότε δυο χέρια να τον ακουμπούν καί να ψηλαφούν τίς κόγχες των ματιών του. Ήταν τόσο αισθητό, ώστε ξύπνησε αμέσως καί αναρωτιόταν ποιος να τον είχε αγγίξει. Καί τότε Βλέπει μπροστά του μια γυναίκα λαμπροφορεμένη καί λουσμένη στο φως. Στάθηκε λίγο κι υστέρα εξαφανίστηκε. Γυρίζει ό Στέφανος καί βλέπει τα καντήλια αναμμένα. Ξυπνάει τη μητέρα του καί τη ρωτάει:  
- Ποιος άναψε τα καντήλια;  
-Σώπα καί κοιμήσου, του λέει εκείνη, νομίζοντας πώς το παιδί της ονειρεύεται. Εκείνος όμως επέμενε:  
- Βλέπω την εικόνα της Θεοτόκου. Δεν είναι φαντασίες αυτά πού σου λέω!  
Τότε ή μητέρα ανασηκώθηκε καί κοίταξε με ανησυχία καί λαχτάρα το πρόσωπο του. Ναί, δεν την απατούσαν τα μάτια της. Ζούσε τη στιγμή εκείνη ένα ολοζώντανο θαύμα: Οί κόγχες του παιδιού της στολίζονταν από δύο γαλανά μάτια! Ενώ, πρίν την τύφλωση, τα μάτια του Στέφανου ήταν μαύρα! Αμέσως, μητέρα καί γιος ευχαρίστησαν με δάκρυα χαράς την Ύπεραγία Θεοτόκο για τη γρήγορη επέμβαση της. Από τον θόρυβο πήρε είδηση ό νεωκόρος μοναχός κι έτρεξε στον ναό για να δει τί συμβαίνει. Το ολοφάνερο θαύμα τον συγκλόνισε κι έφυγε γρήγορα για τη χώρα, για ν' αναγγείλει το γεγονός στον διοικητή. Εκείνος, παραξενεμένος, πήρε μαζί του τους προκρίτους της Κέρκυρας κι επισκέφθηκε τον Στέφανο. Είδε τα νέα μάτια στίς κόγχες τους καί θαύμασε. Είδε ακόμη, σαν απόδειξη, καί το σημάδι στα βλέφαρα του από το πυρακτωμένο σίδερο. Μέσα του όμως ό διοικητής είχε καί κάποια αμφιβολία. Γι' αυτό, όταν επέστρεψε στη χώρα, καλεί τον δήμιο καί τον ρωτάει:  
- Έβγαλες, πραγματικά, τα μάτια του Στέφανου, όπως είχα διατάξει;  
- Βεβαίως τα έβγαλα. Βρίσκονται ακόμη μέσα σε μία λεκάνη. Ορίστε!  
Ό Μπάιλος κοίταξε ανήσυχος τη λεκάνη. Πράγματι μέσα σ' αυτήν υπήρχαν δύο μάτια, καί μάλιστα μαύρα μάτια, όχι γαλανά, σαν κι αυτά πού είχε τώρα ό Στέφανος. Ή αλήθεια αποδείχθηκε με τον πιο εύγλωττο καί πειστικό τρόπο. Κι ό ηγεμόνας, αφού ειδοποίησε να φέρουν τον Στέφανο, του ζήτησε συγνώμη καί τον αποζημίωσε με πλούσια δώρα. Τέλος, ανακαίνισε μ' επιμέλεια τον περίβολο του ιερού ναού της Θεοτόκου.  

Παναγία ή Λιμνιά
    Σε μια γραφική παραλία στον βόρειο Ευβοϊκό, όπου το αρχαίο 'Ελύμνιο, είναι σήμερα χτισμένη ή κωμόπολη της Λίμνης. Στόν περικαλλή ναό της είναι θησαυρισμένη ή θαυματουργή εικόνα της πολιούχου της Παναγίας της Λιμνιάς. Στά 1560, καθώς διασώζει ή παράδοση, οταν ήταν σουλτάνος ό Σουλεϊμάν ό μεγαλοπρεπής, ένα τούρκικο πλοίο έπλεε στα μέρη της Κασσάνδρας με κατεύθυνση τη Χαλκίδα. Στό πλήρωμα του καραβιού ήταν κι ένας χριστιανός ναύτης, ό λοστρόμος Δημητρός, άνθρωπος ευλαβής καί ηλικιωμένος.
Το καράβι πλησίαζε στη Σκιάθο με φουσκωμένα τα πανιά από τον σορόκο. Ξαφνικά ό άνεμος κόπασε. Τότε ό Δημητρός έδωσε εντολή να ρίξουν τίς βάρκες στη θάλασσα, για να ρυμουλκήσουν το καράβι. Εκείνη τη στιγμή βλέπει ό λοστρόμος στο πλάι του καραβιού, πάνω στα κύματα, ένα μεγάλο εικόνισμα. Χωρίς να χάσει καιρό, κατεβαίνει σε μια φελούκα, σηκώνει την ιερή εικόνα άπ' το νερό, καί προσκυνάει την Παναγία πού ήταν ζωγραφισμένη πάνω σ' αυτή. Ύστερα ανεβάζει την εικόνα στο κατάστρωμα καί την παραδίδει στον πλοίαρχο, στον τούρκο Μεχμέτ. Αμέσως σηκώνεται δυνατός βοριάς, πού κολπώνει τα πανιά. Τ' άλμπουρα τριζοβολούν, ενώ ή πλώρη σχίζει με ορμή τ' αφρισμένο κύμα.
Παρέκαμψαν τίς Σποράδες, μπήκαν στον Ευβοϊκό κι έβαλαν πλώρη για τη Χαλκίδα. Μόλις όμως έφθασαν στην περιοχή της Λίμνης, ό άνεμος κόπηκε απότομα καί το καράβι ακινητοποιήθηκε. Ρίχτηκαν καί πάλι οί βάρκες στη θάλασσα καί άρχισαν να το ρυμουλκούν. Ύστερα από ώρες έφθασαν στη βάση του όρους Καντήλι. Εκεί απροσδόκητα ξεσπά καταιγίδα. Τα κύματα σηκώνονται απειλητικά καί σπρώχνουν το σκάφος πάλι στη Λίμνη. Μόλις πλησιάζουν εκεί, ή τρικυμία σταματά καί ή θάλασσα πάλι γαληνεύει. Το πλήρωμα κάνει καινούργια προσπάθεια να κατευθύνει το καράβι στον προορισμό του. Ξεσπάει όμως νέα καταιγίδα, πιο απειλητική, καί τους σπρώχνει πάλι στη Λίμνη. Ό καπετάνιος καί οι ναύτες έχουν απελπιστεί. Δεν μπορούν να διακρίνουν πίσω άπ' αυτή τη θαλασσινή περιπέτεια το χέρι της Παναγίας. Τότε φωτίστηκε επί τέλους ό ευλαβής λοστρόμος. Πλησιάζει τον καπετάνιο καί του λέει:
- Δεν πρόκειται ν' απαλλαγούμε άπ' αυτή την ταλαιπωρία, αν δεν βγάλουμε σ' αυτήν εδώ τη στεριά την εικόνα της Παναγίας.
Ό πλοίαρχος συμφώνησε καί ειδοποίησε το χωριό Καστριά - χτισμένο λίγα χιλιόμετρα μακριά από την παραλία - να έρθουν να την παραλάβουν. Δεν άργησε να καταφθάσει ό πιστός λαός, έχοντας επικεφαλής τους ιερείς, με έξαπτέρυγα, σταυρούς καί λαμπάδες. Στήν παραλία τους περίμενε ό Δημητρός, πού τους παρέδωσε την ιερή εικόνα σαν ατίμητο θησαυρό. Αμέσως φύσηξε φρέσκο αεράκι κι έσπρωξε κατάπρυμα το Ιστιοφόρο με τους ναύτες, κατευθείαν νια τον προορισμό τους. Ήταν το "ευχαριστώ" της Παναγίας, ή ευαρέσκεια της για τον κόπο τους. Στό μεταξύ ή πομπή ξεκίνησε μεγαλόπρεπα από την παραλία για το χωριό. Εκεί, στον ναό της αγίας "Αννης, τριγυρισμένον από γέρικες βελανιδιές, πλατάνια καί κυπαρίσσια, απόθεσαν τη σεπτή εικόνα. Έψαλαν Παράκληση, δοξολογία, καί ευχαρίστησαν τη Θεοτόκο για την ανεκτίμητη δωρεά.
Την άλλη μέρα ή εικόνα έλειπε από την εκκλησία. Την αναζήτησαν παντού, καί τη βρήκαν στην τοποθεσία της σημερινής Λίμνης. Την επανέφεραν στον ναό της αγίας "Αννης, αλλά εκείνη επέστρεψε στον ίδιο τόπο. Αυτό επαναλήφθηκε μερικές φορές, κι έτσι κατάλαβαν οι κάτοικοι πώς ήταν θέλημα της να παραμείνει οριστικά εκεί. Έχτισαν λοιπόν μια μικρή εκκλησία καί την τοποθέτησαν μέσα σ' αυτή. Την Ιερή εικόνα ακολούθησαν καί οι ίδιοι. Εγκατέλειψαν τα Καστριά καί μετοίκησαν στη Λίμνη. Αργότερα, στη θέση του πρώτου ναΐσκου έχτισαν μεγαλόπρεπο ναό, καί τον αφιέρωσαν στο Γενέσιο της Θεοτόκου. Κάθε χρόνο, στίς 8 Σεπτεμβρίου, γίνεται πανηγυρικός εορτασμός προς τιμήν της Παναγίας της Λιμνιάς. Οι διαστάσεις της εικόνας είναι 95 χ 65 εκ. Πάνω σ' αυτή εικονίζεται ή Παναγία ή Γλυκοφιλούσα, ζωγραφισμένη σε σκληρό καί βαρύ ξύλο καί καλυμμένη με ασημένια επένδυση.
Ή Παναγία σώζει τη Λίμνη από τους γερμανούς.
Ένα συγκινητικό θαύμα συνέβη στίς ήμερες της γερμανικής κατοχής, τον Ιούνιο του 1944. Το γερμανικό απόσπασμα, πού κατέστρεψε το Δίστομο (10 Ιουνίου '44) κι έσφαξε μέσα σε δύο ήμερες πάνω από εξακόσιους κατοίκους, περνά τώρα απέναντι στην Εύβοια. Σκοπός του ή ολοσχερής καταστροφή της Λίμνης. Ή φάλαγγα έφθασε στην είσοδο της πόλεως. Τότε ακριβώς βλέπει ό γερμανός διοικητής στη μέση του δρόμου ένα χέρι να εμποδίζει τη διάβαση των στρατιωτών, κι ακούει μια φωνή να του λέει:
- Αυτός ό τόπος είναι δικός μου. Δεν θα τον πειράξετε!
Ό διοικητής φοβισμένος κατεβαίνει στη Λίμνη καί συναντά τίς αρχές. Ζητά γεμάτος αγωνία να μάθει ποια είναι ή Προστάτιδα της πόλεως. 
-Ή Παναγία ή Λιμνιά, αποκρίνονται οι προύχοντες. Έχουμε εδώ τη θαυματουργή της εικόνα, ή οποία βρέθηκε μέσα στη θάλασσα.
- Μόνο θεϊκή δύναμη θα μπορούσε ν' ανατρέψει τα σχέδια μου, ομολόγησε ό διοικητής, κι έφυγε από τη Λίμνη άπρακτος.
Ή σωτηρία ενός ευλαβούς ναυτικού.
Ό λιμνιός ναυτικός Ευάγγελος Πανταζής διηγήθηκε στους εφημέριους της πόλεως το εξής περιστατικό:
- «Ήταν 14 Δεκεμβρίου του 1960, ώρα 2.30', καί ταξιδεύαμε στα στενά του Βοσπόρου με το πλοίο «Παγ­κόσμιος Αρμονία» της εταιρείας Νιάρχου. Κοιμόμουν στην καμπίνα μου, όταν άκουσα μια υπερκόσμια γυναικεία φωνή να προστάζει:
-Πέσετε στη θάλασσα!
Πρέπει να σημειώσω ότι στην Παναγία μας τη Λιμνιά είχα ιδιαίτερη ευλάβεια, καί την παρακαλούσα πρωί-βράδυ να μας προστατεύει. Ξαφνικά νοιώθω ένα απότομο τίναγμα. Το πλοίο τραντάχτηκε ολόκληρο. Κοιτάζω από το φινιστρίνι καί βλέπω το καράβι μας μέσα στις φλόγες. Είχαμε συγ­κρουστεί μ' ένα γιουγκοσλάβικο πετρελαιοφόρο, πού μετέφερε μαζούτ καί βενζίνη αεροπλάνων. 'Από τη σφοδρή σύγκρουση ή πλώρη μας κόπηκε στη μέση, ενώ το ξένο πλοίο έπαθε ρήγμα βάθους είκοσι μέτρων. Εγώ στο μεταξύ ετοιμάστηκα  και έπεσα στη θάλασσα από τη μεριά της Ευρωπαϊκής Τουρκίας. Ενώ κολυμπούσαμε, πολλά δελφίνια γύρω μας είχαν σχηματίσει κλοιό καί μας προφύλαγαν έτσι από τους καρχαρίες πού αφθονούσαν στην περιοχή. Δυόμισι ώρες πάλεψα με τα κύματα κι έφθασα κά­ποτε στίς τουρκικές ακτές. Από τα σαράντα ένα άτομα του πληρώματος σωθήκαμε μόνο έντεκα. Τη διάσωση μας αποδίδουμε στην Παναγία μας τη Λιμνιά. Γι’ αυτό ήρθαμε αμέσως στη Λίμνη, λειτουργηθήκαμε στον ιερό ναό της καί την ευχαριστήσαμε νια τη σωτηρία μας».

Παναγία ή Κασσιωπία 
     Στά 1530, στη βενετοκρατούμενη Κέρκυρα, ένας τίμιος νέος, ό Στέφανος, γύριζε κάποια μέρα από την πόλη στο χωριό του.Στόν δρόμο συνάντησε κι άλλους οδοιπόρους, κι έ­τσι βάδιζαν όλοι μαζί συντροφιά. Κάποια στιγμή διέκριναν μακριά μερικούς νεαρούς, πού μετέφεραν αλεύρι από τον μύλο. Ή παρέα του Στέφανου μπήκε σε πειρασμό.  
- Δεν τους κλέβουμε το αλεύρι; είπαν μεταξύ τους. Κανείς δεν μας βλέπει. Θα το μοιραστούμε καί θα το μεταφέρουμε στα σπίτια μας.
  Όλοι συμφώνησαν, εκτός από τον Στέφανο.
— Είναι αμαρτία! διαμαρτυρήθηκε. Κι υστέρα, δεν θα ξεφύγουμε τη δικαιοσύνη. Θα τιμωρηθούμε σαν ληστές καί κακοποιοί.  
Εκείνοι όμως ήταν αποφασισμένοι. Κι όταν πλησίασε ή λεία τους, επιτέθηκαν στα παιδιά, τα έδειραν καί άρπαξαν το αλεύρι.Οί νεαροί, δαρμένοι καί κακοποιημένοι, πήγαν στα σπίτια τους καί διηγήθηκαν το επεισόδιο. "Υστερα ειδοποίησαν τον διοικητή, τον Σίμωνα Μπάιλο, κι εκείνος έστειλε στρατιώτες για να συλλάβουν τους κακοποιούς. Οί στρατιώτες συνέλαβαν σαν ύποπτο μόνο τον Στέφανο, γιατί οί άλλοι είχαν εξαφανιστεί. Εκείνος βάδιζε αμέριμνος, έχοντας πεποίθηση στην αθωότητα του. Απολογήθηκε στους στρατιώτες με ειλικρίνεια, αλλά δεν τον πίστεψαν. Τον έδεσαν καί τον έκλεισαν στη φυλα­κή.  
Όταν τον οδήγησαν στον κριτή, ομολόγησε πάλι την αλήθεια:  
-  Βάδιζα με τους ληστές, αλλά μέρος στη ληστεία δεν έλαβα. "Αδικα με κατηγορείτε.
  Ό δικαστής όμως δεν τον πίστεψε καί τον καταδίκα­σε.  
-  Ποια τιμωρία προτιμάς, τον ρώτησε, να σου κόψουν τα χέρια ή να σου βγάλουν τα μάτια;  
Κι εκείνος, περίλυπος, προτίμησε τη δεύτερη, γιατί του φάνηκε λιγότερο οδυνηρή. Με θρήνους καί οδυρμούς οδηγήθηκε στον τόπο της καταδίκης, όπου εκτελέστηκε ή φοβερή απόφαση. Ό Στέφανος τώρα, ανίκανος για μετακινήσεις, χειραγωγείται από τη μητέρα του. Δεκαοχτώ μίλια από την πρωτεύουσα του νησιού ήταν χτισμένη ή παραθαλάσσια πόλη Κασσιόπη. Ήταν γνωστή για ένα ναό της Θεοτόκου, από τον όποιο περνούσε πλήθος λάου καί προσκυνούσαν τη θαυματουργή της εικόνα. Ό Στέφανος αποφασίζει καί πηγαίνει στην πόλη αυτή. Θα μένει στον ναό της Θεοτόκου καί θα ζητά ελεημοσύνη από τους φιλάνθρωπους. Προσκύνησε με τη μητέρα του τη θαυματουργή εικόνα καί παρακάλεσε τον διακονητή μοναχό να του παραχωρήσει ένα κελλάκι για τη διαμονή του. Την πρώτη βραδιά έμειναν μέσα στην εκκλησία. Ή μητέρα του, κατάκοπη, κοιμήθηκε αμέσως. Ό ίδιος όμως δεν μπορούσε να ησυχάσει από τους πόνους. Κάποια στιγμή τον πήρε ένας ύπνος ελαφρός. Νοιώθει τότε δυο χέρια να τον ακουμπούν καί να ψηλαφούν τίς κόγχες των ματιών του. Ήταν τόσο αισθητό, ώστε ξύπνησε αμέσως καί αναρωτιόταν ποιος να τον είχε αγγίξει. Καί τότε Βλέπει μπροστά του μια γυναίκα λαμπροφορεμένη καί λουσμένη στο φως. Στάθηκε λίγο κι υστέρα εξαφανίστηκε. Γυρίζει ό Στέφανος καί βλέπει τα καντήλια αναμμένα. Ξυπνάει τη μητέρα του καί τη ρωτάει:  
- Ποιος άναψε τα καντήλια;  
-Σώπα καί κοιμήσου, του λέει εκείνη, νομίζοντας πώς το παιδί της ονειρεύεται. Εκείνος όμως επέμενε:  
- Βλέπω την εικόνα της Θεοτόκου. Δεν είναι φαντασίες αυτά πού σου λέω!  
Τότε ή μητέρα ανασηκώθηκε καί κοίταξε με ανησυχία καί λαχτάρα το πρόσωπο του. Ναί, δεν την απατούσαν τα μάτια της. Ζούσε τη στιγμή εκείνη ένα ολοζώντανο θαύμα: Οί κόγχες του παιδιού της στολίζονταν από δύο γαλανά μάτια! Ενώ, πρίν την τύφλωση, τα μάτια του Στέφανου ήταν μαύρα! Αμέσως, μητέρα καί γιος ευχαρίστησαν με δάκρυα χαράς την Ύπεραγία Θεοτόκο για τη γρήγορη επέμβαση της. Από τον θόρυβο πήρε είδηση ό νεωκόρος μοναχός κι έτρεξε στον ναό για να δει τί συμβαίνει. Το ολοφάνερο θαύμα τον συγκλόνισε κι έφυγε γρήγορα για τη χώρα, για ν' αναγγείλει το γεγονός στον διοικητή. Εκείνος, παραξενεμένος, πήρε μαζί του τους προκρίτους της Κέρκυρας κι επισκέφθηκε τον Στέφανο. Είδε τα νέα μάτια στίς κόγχες τους καί θαύμασε. Είδε ακόμη, σαν απόδειξη, καί το σημάδι στα βλέφαρα του από το πυρακτωμένο σίδερο. Μέσα του όμως ό διοικητής είχε καί κάποια αμφιβολία. Γι' αυτό, όταν επέστρεψε στη χώρα, καλεί τον δήμιο καί τον ρωτάει:  
- Έβγαλες, πραγματικά, τα μάτια του Στέφανου, όπως είχα διατάξει;  
- Βεβαίως τα έβγαλα. Βρίσκονται ακόμη μέσα σε μία λεκάνη. Ορίστε!  
Ό Μπάιλος κοίταξε ανήσυχος τη λεκάνη. Πράγματι μέσα σ' αυτήν υπήρχαν δύο μάτια, καί μάλιστα μαύρα μάτια, όχι γαλανά, σαν κι αυτά πού είχε τώρα ό Στέφανος. Ή αλήθεια αποδείχθηκε με τον πιο εύγλωττο καί πειστικό τρόπο. Κι ό ηγεμόνας, αφού ειδοποίησε να φέρουν τον Στέφανο, του ζήτησε συγνώμη καί τον αποζημίωσε με πλούσια δώρα. Τέλος, ανακαίνισε μ' επιμέλεια τον περίβολο του ιερού ναού της Θεοτόκου.  



ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ
ΟΡΑΜΑΤΑ ΚΑΙ ΘΕΡΑΠΕΙΕΣ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ
 Ή μοναχή Ερμιόνη
    Δεν είχε κλείσει ένα χρόνο από τον γάμο της ή Έρμίνα, όταν την επισκέφθηκε ή επάρατη ασθένεια. Γιατρός ή ίδια, αριστούχος καί με καριέρα, ήξερε πολύ καλά τί σημαίνει καρκίνος.
Ό πόνος, μικρός στην αρχή, διαρκώς μεγάλωνε, ώσπου την έριξε στο στρώμα. Ό σύζυγος της Ερρίκος αντί να την παρηγορεί βαρυγκωμούσε.
-Να πάρ' ή οργή! Κακό πού με βρήκε!
- Έχε υπομονή κι ελπίδα, γιε μου, τον νουθετούσε η γιαγιά της Έρμίνας. Ό Θεός είναι μεγάλος.
-Αφού είναι μεγάλος, γιατί καταδέχεται καί τα βάζει μ' εμάς τους μικρούς; διαμαρτυρόταν εκείνος.
Ή ασθένεια έπαιρνε μάκρος. Ό Ερρίκος δεν άντεχε να βλέπει τη σύντροφο του σ' αυτά τα χάλια, μα ούτε καί κουράγιο της έδινε.
Ή Έρμίνα ήταν πεντάρφανη. Μοναδικό της στήριγμα είχε την καλή της γιαγιά. Χάρη σ' αυτήν είχε πάρει τον καλό δρόμο κι είχε γίνει χαρακτήρας σεμνός, σοβαρός καί ευσεβής.
- Γιαγιά μου, πόσο σε κουράζω τώρα πού θα έπρεπε να σε βοηθώ!
-Μη στενοχωριέσαι, κορούλα μου. Που ξέρεις; Ή Παναγιά μας κάνει καί θαύματα. Πρωί καί βράδυ την παρακαλώ με δάκρυα να σου χαρίσει την υγεία. Παρακάλεσε τη κι εσύ.
Στό νοσοκομείο πού πήγε, ή κατάσταση της διαρκώς χειροτέρευε.
- Στό στάδιο πού βρίσκεται ή ασθένεια δεν παρέχει ελπίδες, γνωμάτευαν οϊ γιατροί καί αποχωρούσαν σιω­πηλοί από το κρεβάτι της άρρωστης.
- Γιαγιά, παρακάλεσε μια μέρα ή Ερμίνα, πήγαινε στον ιερέα του νοσοκομείου να κάνει μια Παράκληση στην Παναγία για μένα. Ύστερα θέλω να έρθει να μ' εξομολογήσει για να κοινωνήσω.
Ή γιαγιά εκπλήρωσε την επιθυμία της. Της έφερε μάλιστα καί μία εκφραστική εικόνα της Μεγαλόχαρης καί της είπε:
-  Γύριζε, κόρη μου, να τη βλέπεις, να της μιλάς καί να παίρνεις κουράγιο.
Ένα βράδυ ή γιαγιά περπατούσε στον διάδρομο του νοσοκομείου. Ξαφνικά, βλέπει μπροστά της μια γλυκύτατη γυναικεία μορφή, ντυμένη με την κάτασπρη στολή προϊσταμένης νοσοκόμας. Παραξενεύτηκε. Δεν ήταν άπ' αυτές πού ήξερε.
-Σάς βλέπω για πρώτη φορά, κυρία προϊσταμένη, παρατήρησε. Θα σας έχουμε τώρα εδώ; Τιμή μας.
- Εγώ, απάντησε ή άγνωστη, είμαι ή Παναγία. "Άκουσα τίς ικεσίες σας καί ήρθα να σας βοηθήσω. Αύριο λοιπόν το πρωί ή Έρμίνα θα είναι καλά. Μόνο ν' αφοσιωθεί περισσότερο στον Υίό καί Θεό μου.
Αυτά είπε κι έγινε άφαντη.
Ή ηλικιωμένη γυναίκα έμεινε μαρμαρωμένη. Όλα μπροστά της στριφογύριζαν. Είδε κι έπαθε να ισορροπήσει. Ύστερα τάχυνε το βήμα της προς την εγγονή της. Τη βρήκε κι εκείνη χαρούμενη.
- Έρμίνα μου, αυτό κι αυτό μου συνέβη.
- Ναί, γιαγιά, ήρθε καί σε μένα ή Πανάχραντη. Με χάιδεψε στο κεφάλι καί μου έδωσε θάρρος. Δεν πονάω πια. Αισθάνομαι ανάλαφρη.
Στήν πρωινή τους επίσκεψη οι γιατροί άντίκρυσαν ανεξήγητο θέαμα: Ή άρρωστη καθόταν ντυμένη σε μία καρέκλα. Μόλις τους είδε, σηκώθηκε χαρούμενη να τους υποδεχθεί.
-  Περίεργο! είπαν μεταξύ τους. Πρόκειται ασφαλώς για θεραπεία με αυθυποβολή. Φαίνεται πώς ενήργησε κίνηση ψυχολογική ή παραψυχολογική.
- Κύριοι συνάδελφοι! πήρε τότε τον λόγο ή Έρμίνα. Σάς πληροφορώ - καί σαν γιατρός σας βεβαιώνω - πώς τίποτε άπ' αυτά πού λέτε δεν συμβαίνει. Ή θεραπεία μου οφείλεται αποκλειστικά στην Ύπεραγία Θεοτόκο. Πήρε είδηση καί ό Ερρίκος. Είχε όμως τίς αμφιβολίες του.
-  Σίγουρα πρόκειται για προσωρινή βελτίωση, παρατήρησε. Αυτές οί αρρώστιες ξανάρχονται με μεταστάσεις. Δεν έχω εμπιστοσύνη.
- Μα εδώ δεν συνέβη κάτι φυσιολογικό. Έγινε θαύμα! εξήγησε ή θεραπευμένη.
- Δεν πιστεύω εγώ σε θαύματα. Μου φτάνει ή πρώτη λαχτάρα.
-  Καί τότε τί θα γίνει;
-  Ανάλαβε την ευθύνη της ζωής σου μόνη σου. Έτσι είπε κι έφυγε βαρύς.
Ή Έρμίνα ένοιωσε σκοτοδίνη. Ήταν κάτι αναπάντεχο. Αμέσως όμως θυμήθηκε τη σύσταση της Παναγίας «ν' αφοσιωθεί περισσότερο στον Υιό καί θεό της».
- "Α, ναί, Χριστέ μου, Παναγία μου αναφώνησε. Μόνο ή δική σας αγάπη μένει σταθερή. Αυτή μου χρειάζεται. Αυτή θα με γεμίσει.
Έφυγε λοιπόν από την πατρίδα της την Πάτρα μακριά, σε μια φημισμένη μονή, κι έκεί - σαν Ερμιόνη μοναχή - αφιερώθηκε καί αφοσιώθηκε ολόψυχα στον νυμφίο της Χριστό.

Όσιος Ιωάννης ο Κουκουζέλης

    Ο όσιος Ιωάννης ό Κουκουζέλης, ό επονομαζόμενος «άγγελόφωνος» για την όντως αγγελική του φωνή, γεννήθηκε στο Δυρράχιο το 1270, στα χρόνια της βασιλείας των Κομνηνών.
Για την εξαίρετη φωνή του τον προσέλαβαν σε βασιλικό σχολείο μουσικής. Ήταν εξαίρετος καί στο ήθος, γι' αυτό ό βασιλιάς τον αγαπούσε υπερβολικά, καθώς καί όλοι οί άρχοντες. Ό ίδιος όμως, από φόβο μήπως ή πρόσκαιρη δόξα του στερήσει την ουράνια αγαλλίαση, σχεδίαζε ν' αναχωρήσει από τον κόσμο.
Κάποτε ό ηγούμενος της Λαύρας του "Αθω επισκέφθηκε τον βασιλιά για αναγκαία υπόθεση. Ή θέα του ηγουμένου καί ή κοσμιότητα του φούντωσαν στην καρδιά του νέου τον πόθο νια την αγγελική πολιτεία. Αδιαφορεί λοιπόν για τη βασιλική εύνοια, αλλάζει τα μεταξωτά ρούχα του με τρίχινα, παίρνει ένα ραβδί καί ξεκινά για τη Λαύρα.
Ό θυρωρός της μονής τον ρωτάει:
— Τί ζητάς καί ποια τέχνη γνωρίζεις;
Κι εκείνος, κρύβοντας την πραγματική του τέχνη για να μην τον ανακαλύψει ό βασιλιάς, άπαντα:
- Βοσκός είμαι καί ποθώ να γίνω μοναχός.
Ό ηγούμενος τον δέχθηκε, τον δοκίμασε για λίγο καιρό καί αφού τον εκειρε μοναχό τον έστειλε στο βουνό να βόσκει τράγους. Έτσι ό όσιος πραγματοποίησε τον πόθο του καί, εκτελώντας τη διακονία του, προσευχόταν συγχρόνως απερίσπαστος μέσα στην α­γαπημένη του ησυχία.
Μια μέρα έβοσκε τους τράγους σ' ένα ακρωτήριο. Κοίταξε δεξιά κι αριστερά, βεβαιώθηκε πώς δεν υπάρχει κανένας, καί άρχισε να ψάλλει έναν ύμνο με περισσή τέχνη καί κατάνυξη.
Κάποιος ασκητής εκεί κοντά άκουσε την ουράνια μελωδία καί βγήκε απορημένος από τη σπηλιά του. Βλέπει τότε ένα εξαίσιο θέαμα: Οί τράγοι είχαν σταματήσει τη βοσκή καί παρακολουθούσαν τον εξαίρετο ψάλτη.
Το γεγονός αυτό δεν άργησε να το μάθει ό ηγούμενος. Από τότε ό όσιος αξιοποίησε το σπάνιο χάρισμα του, ψάλλοντας στον δεξιό χορό του καθολικού της Λαύρας. Ήταν Σάββατο του Ακάθιστου καί ό Κουκουζέλης, αφού έψαλε με επιμέλεια τα ιδιόμελα καί τον κανόνα της Θεοτόκου, αποκοιμήθηκε για λίγο από την κούραση, όρθιος στο στασίδι του. Βλέπει τότε μπροστά του την Ύπεραγία Θεοτόκο καί ακούει τη γλυκεία φωνή της:
— Χαίρε Ιωάννη, παιδί μου. Ψάλλε μου καί δεν θα σ' εγκαταλείψω.
Καί λέγοντας αυτά, του έδωσε ένα χρυσό νόμισμα. Ξυπνά αμέσως ό όσιος καί βλέπει γεμάτος χαρά στο δεξί του χέρι το φλουρί. Ευχαρίστησε τη Θεοτόκο για την εύνοια της καί το παρέδωσε στην εκκλησία. Το νόμισμα αυτό είχε θαυματουργική δύναμη καί τελούσε μεγάλα θαύματα.
Από τότε ό όσιος Ιωάννης δεν έλειπε ποτέ από τον δεξιό χορό, ψάλλοντας με προθυμία καί δοξολογώντας τον Κύριο καί τη Μητέρα Του. Από τον πολύ κόπο καί την ορθοστασία σάπισε το πόδι του κι έβγαζε μια δύσοσμη οσμή. Ή Παναγία όμως δεν τον εγκατέλειψε. Εμφανίζεται πάλι καί του λέει:
- Από τώρα θα είσαι υγιής.
Αμέσως ό όσιος θεραπεύθηκε καί παρέμεινε υγιής μέχρι το τέλος της ζωής του. Προείδε μάλιστα τον θάνατο του, ζήτησε συγχώρηση άπ' όλους τους αδελφούς καί έκοιμήθη όσιακά την 1η "Οκτωβρίου.

Όσιος Σεραφείμ του Σάρωφ

    Από τη χορεία των ρώσων αγίων, ξεχωριστή αγάπη στην Παναγία έτρεφε ό όσιος Σεραφείμ του Σάρωφ. 'Αλλά καί ή Μητέρα του Θεού τον περιέβαλλε με ιδιαίτερη εύνοια, όπως αποδεικνύουν οί πολλές της εμφανίσεις σ' αυτόν.
Το ακόλουθο όραμα του οσίου είναι το πιο εντυπωσιακό. Το διηγείται ή μοναχή του Ντιβέγιεβο Εύπραξία, γιατί αξιώθηκε κι αυτή να το απολαύσει μαζί με τον άγιο:
«Νωρίς το πρωί της 25ης Μαρτίου 1831 ακούστηκε μια δυνατή βοή καί ακολούθησε ένας αρμονικός ύμνος. Ή πόρτα του δωματίου άνοιξε μόνη της κι απλώθηκε παντού φως κι εύωδία. Ό στάρετς Σεραφείμ ήταν γονατιστός με τα χέρια υψωμένα. Εγώ έτρεμα.
Ξαφνικά σηκώνεται καί μου λέει:
- Μη φοβάσαι, παιδί μου. Να, ή Δέσποινα μας, ή Ύπεραγία Θεοτόκος έρχεται κοντά μας!
Πράγματι, μπροστά πήγαιναν δύο άγγελοι κρατώντας ανθισμένα κλαδιά. Ακολουθούσαν ό Τίμιος Πρόδρομος καί ό Θεολόγος άγιος Ιωάννης, ενώ πίσω τους έκανε την εμφάνιση της ή Παναγία με δώδεκα   παρθενομάρτυρες.
Ή Θεοτόκος, φορώντας ένα λαμπρό μανδύα κι ένα υπέροχο στέμμα, με πλησίασε, ενώ ήμουν πεσμένη κάτω. Με άγγιξε καί ευδόκησε να μου πει:
- Σήκω, αδελφή, καί μη φοβάσαι. Μαζί μου έχουν έρθει παρθένες σαν κι εσένα.
Δεν κατάλαβα πώς σηκώθηκα. Ή βασίλισσα επανέλαβε:
- Μη φοβάσαι. Ήρθαμε να σας επισκεφθούμε.
Ό π. Σεραφείμ, όρθιος μπροστά στην Παναγία, μιλούσε μαζί της με πολλή οικειότητα. Ή Θεοτόκος του είπε πολλά. "Αν καί συμμετείχα στο όραμα, δεν μπόρεσα ν' ακούσω τί έλεγαν. "Άκουσα μόνο το εξής:
- Μην αφήνεις τίς παρθένες μου του Ντιβέγιεβο.
- Ώ Δέσποινα! Τίς συγκεντρώνω, αλλά δεν μπορώ να τίς κατευθύνω μόνος μου.
-  Θα σε βοηθήσω σε όλα εγώ. Θα τίς διδάξεις την υπακοή. "Αν την κρατήσουν, θα είναι μαζί σου καί κον­τά μου. Διαφορετικά, θα χάσουν τη θέση πού τους ετοιμάζω ανάμεσα σ' αυτές εδώ τίς παρθένες. Ούτε τέτοια θέση ούτε τέτοιο στεφάνι θ' απολαύσουν. "Οποιοσδή­ποτε τίς προσβάλει, θα τιμωρηθεί από μένα. Κι όποιος τίς διακονήσει για την αγάπη του Χρίστου, θα βρει έλεος ενώπιον Του. Κατόπιν ή Παναγία στράφηκε σ' εμένα.
-  Κοίταξε, μου είπε, αυτές τίς παρθένες καί τα στεφάνια τους. Μερικές άφησαν επίγεια βασίλεια καί πλούτη για την ουράνια Βασιλεία. Όλες αγάπησαν την εκούσια πτώχεια, αγάπησαν μόνο τον Κύριο, καί γι' αυτό βλέπεις πόση δόξα καί τιμή αξιώθηκαν. Όπως υπέφεραν οι αρχαίες μάρτυρες, έτσι υποφέρουν καί οι σημερινές. Μόνο πού εκείνες υπέφεραν φανερά, ενώ σήμερα υποφέρουν μυστικά, με θλίψη καρδίας. Ό μισθός τους όμως θα είναι ό ίδιος.
Γυρίζοντας υστέρα ή Θεοτόκος στον Στάρετς, τον ευλόγησε καί του είπε:
-  Σύντομα, αγαπητέ μου, θα είσαι μαζί μας!
Κατόπιν ό όσιος αντάλλαξε μαζί της χαιρετισμό, κα­θώς καί με όλους τους αγίους. Κάποιος άπ' όλους γύρισε καί μου είπε:
— Αξιώθηκες αυτό το όραμα χάρη στίς προσευχές των πατέρων Σεραφείμ, Μάρκου, Ναζαρίου καί Παχωμίου.
Ξαφνικά όλα χάθηκαν. Το όραμα, πού είχε διαρκέσει λιγότερο από μία ώρα, τελείωσε. Ήταν το δωδέκα­το πού αξιώθηκε ν' απολαύσει ό όσιος Σεραφείμ στην επίγεια ζωή του».
Γέρων Γελάσιος
    Στίς Φώκιες της Μικρασίας πρωτοείδε τον ήλιο ό γέρων Γελάσιος. Γεννήθηκε το 1902, καί μέχρι τον φρικτό διωγμό του 1922 γαλουχήθηκε με τα νάματα καί τίς παραδόσεις της μικρασιατικής ευσέβειας.
Μικρός πήγαινε στα εξωκλήσια των νησιών πού ήταν μπροστά στο λιμάνι, κι όταν γύριζε ρωτούσε τη μητέρα του:
—  Μάνα, ποια είναι ή γυναίκα πού κρατάει το παιδί στην αγκαλιά της μέσα στην εκκλησία;
—  Ή κυρά Παναγιά, απαντούσε εκείνη γλυκά, με τον αφέντη τον Χριστό.
Από μικρός ό γέροντας έβλεπε χειροπιαστή στη ζωή του την προστασία της Παναγίας καί την καθοδήγηση της. Σέ ηλικία 15 χρονών κατατάσσεται εθελοντής στον συμμαχικό στρατό, φλεγόμενος από ζήλο για τη Μεγάλη Ελλάδα. Τότε σ' ένα ναυάγιο στη Μεσόγειο σώθηκε θαυματουργικά από την Παναγία καί τον "Άγιο Νικόλαο, αφού πάλεψε τρία μερόνυχτα στο ανοιχτό πέλαγος.
Στή Μυτιλήνη, όπου εγκαταστάθηκε μετά τη μικρασιατική καταστροφή, είχε παρηγοριά του την Παναγία της Αγιάσου. Τα τάματα πού της είχε κάνει σαν ψαράς καί ναυτικός, τα ξεπλήρωσε αργότερα σαν μοναχός, εκδηλώνοντας έτσι την ευχαριστία καί ευγνωμοσύνη του για τη βοήθεια της.
«Το 1928, διηγείται ό ίδιος, ταξίδευα με το καΐκι μας έξω από την Τήνο. Ό καιρός ήταν καλός καί το καΐκι έτρεχε με 8 μίλια.
- Βρε Αντώνη, είπα στον αδελφό μου, επιθυμώ να προσκυνήσουμε την Παναγία.
Εκείνος όμως αρνήθηκε:
— Τέτοιον καιρό δεν θα τον ξαναβρούμε. Εμείς το πρωί θα είμαστε στον Πειραιά.
Τί να έλεγα; Ό Αντώνης ήταν μεγαλύτερος. Έκανα λοιπόν βόλτες στο κατάστρωμα, μέχρι πού πλησιάσαμε 300-400 μέτρα στο λιμάνι. Τότε ξαφνικά κόπηκε ό αέρας. Ή θάλασσα έγινε λάδι γύρω άπ' το καΐκι. Κρέμασαν τα πανιά. Τί παράξενο όμως! Ή μπουνάτσα έγινε μόνο νια μας. Πιο πέρα ό αέρας βούιζε. Ήταν, φαίνεται, επέμβαση της Παναγίας, για να ικανοποιήσει την επιθυμία μου.
- "Άντε, να γίνει το χούι σου, είπε ό Αντώνης.
Ήταν Πάσχα. Βγήκαμε καί προσκυνήσαμε. Εκεί άκουσα νια πρώτη φορά το «Ό άγγελος έβόα».
Αργότερα ή Παναγία κάλεσε με θαυμαστό τρόπο τον π. Γελάσιο από το καΐκι του στο περιβόλι της.
«Μια νύχτα στον ύπνο μου, διηγείται ό γέροντας, μου φάνηκε πώς ήταν πολύς λαός συγκεντρωμένος νια να υποδεχθεί τη βασίλισσα. Από μακριά φάνηκαν «τ' άλόγατα» πού τρέχανε σέρνοντας πίσω χρυσή άμαξα. Πάνω της καθόταν ή βασίλισσα με πλήθος δορυφό­ρων καί αξιωματικών. Ξαφνικά κάποιος με άρπαξε καί με ανέβασε στην άμαξα, στο πίσω μέρος. Σέ λίγο φθάσαμε σ' ένα κάστρο με πύργους καί λαμπρό παλάτι. Εκεί ή βασίλισσα κατέβηκε. Δεν πρόλαβα όμως να τη δω καθαρά. Πρόσεξα μόνο το ένα μέρος του προσώπου της, καθώς ανέβαινε τίς σκάλες του παλατιού.
Ξύπνησα! Βγήκα έξω καί πήγα στο καφενείο, όπου ήταν καί άλλοι ναυτικοί. Βρισκόμουν στο Πασαλιμάνι με το καΐκι μου φορτωμένο. Ό νους μου όμως είχε γεμίσει από την ομορφιά της Βασίλισσας. Αργότερα συνάντησα κάποιον άγιαννανίτη μοναχό. Του διηγήθηκα τ' όνειρο μου κι εκείνος μου εξήγησε πώς με καλεί ή Παναγία στο "Ανιόν Όρος να γίνω πιστός της ακόλουθος.
Ή καρδιά μου νια λίγο διχάστηκε. Νίκησε όμως ή αγάπη της βασίλισσας. Την ίδια μέρα εγκατέλειψα κι εγώ, σαν τους Αποστόλους, πλοίο φορτωμένο, αδελφό, γονείς, καί ξεκίνησα για τον "Αθωνα. Το τέρμα του ταξιδιού μου ήταν ή μονή Γρηγορίου. Μπήκα στο κα­θολικό να προσκυνήσω. Την ώρα εκείνη ψαλλόταν ή θεία λειτουργία. Στή θεομητορική εικόνα του τέμπλου αναγνώρισα τη βασίλισσα του ονείρου μου! Έσπευσα να την ασπασθώ, οπότε ό διακο-θεόδωρος, πού στεκόταν εκεί, μου είπε:
- Χάθηκαν οι εικόνες της Παναγίας, παιδί μου, καί ήρθες στο τέμπλο να προσκυνήσεις;
Άλλα, βέβαια, που να ήξερε τη δική μου καρδιά...».



ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ
ΘΑΥΜΑΤΑ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ
Ο βλάσφημος ψαράς
     Πίσω Λιβάδι της Πάρου, προπαραμονή Δεκα­πενταύγουστου 1931, βρίσκονταν τρεις ομάδες ψαράδων, πού ψάρευαν τίς νύχτες με τα γρι-γρι στο στενό μεταξύ Πάρου καί Νάξου.
Εκείνη τη νύχτα ή μία ομάδα έμεινε στο μικρό λιμάνι. Οι ψαράδες το έριξαν στο πιοτό, το πιοτό έφερε το κέφι, κι εκείνο παρεξηγήσεις καί βαρείες κουβέντες.
Ούτε την Παναγία δεν σεβάστηκαν οι βλάσφημοι. Του κάκου προσπαθούσαν ό λιμενοφύλακας καί ό μαγαζάτορας του μικρού λιμανιού να τους συγκρατήσουν.
Απότομα ό ουρανός βάρυνε. Ή θάλασσα άρχισε να μουγκρίζει. Σέ μισή ώρα το κύμα σηκώθηκε βουνό, παρασύροντας το ψαροκάικο καί τίς βάρκες με τίς λάμπες, μέχρι πού τίς πέταξε σπασμένες στη στεριά. Κατόπιν ή θάλασσα γαλήνεψε, κι ένα καΐκι από τη Νάξο φάνηκε να μπαίνει στο λιμανάκι. Ό καπετάνιος του απόρησε βλέποντας τα συντρίμμια στη στεριά.
-  Πώς έγινε αυτό; ρώτησε. Εγώ ταξίδευα με θάλασσα γυαλί!
- Ήταν θαύμα της Παναγίας, εξήγησε ένας από τους ψαράδες του γρί-γρί.
Οί περισσότεροι συμφώνησαν. Δυό-τρεις όμως μίλησαν ειρωνικά κι έδωσαν άλλη εξήγηση:
- Ήταν ανεμοστρόβιλος. Καλά πού δεν μας σήκωσε στον ουρανό τίς βάρκες.
Ένας μάλιστα, ό Γρηγόρης Λιάκουρας, πρόσθεσε:
- "Αντε μωρέ, πού ήταν θαύμα! Όρεξη δεν είχε ή Παναγιά - να μην τη στολίσω καί τώρα - να καταπιάνεται με μας τους ψαράδες.
Αυτά είπε καί πήγε να δει τη ζημιά πού είχε πάθει ή δική του ψαρόβαρκα. Τη βρήκε σμπαραλιασμένη. Έφτυσε τότε έξαλλος πάνω στα συντρίμμια, βλαστήμησε πάλι την Παναγία καί αποσύρθηκε να κοιμηθεί.
Μόλις ξάπλωσε, είδε ολοζώντανη την Παναγία, - σαν σε όνειρο, σαν σε ξύπνιο - να τον πλησιάζει καί να τον ερωτά:
- Γιατί, παιδί μου, δεν με σέβεσαι;
- Τί εϊν' αυτά πού μου λες, κυρά μου; θύμωσε εκείνος. Δεν σε ξέρω καθόλου. Πότε δεν σε σεβάστηκα;
- Δεν με ξέρεις; Τότε γιατί όλο με βλαστημάς;
Στά λόγια αυτά τινάχτηκε όρθιος. Έκανε να φωνάξει, να τρέξει, αλλά δεν μπορούσε. Τα πόδια του είχαν βυθιστεί ως τα γόνατα στην άμμο. Έκανε τον σταυρό του. Καί τότε είδε πάλι, ξεκάθαρα πια, την Παναγία καί την άκουσε να του λέει:
— Έλα στο σπίτι μου, στην Έκατονταπυλιανή, στην Παροικία της Πάρου. Έλα εκεί να με προσκυνήσεις.
Ό Διάκουρας έφυγε την ίδια στιγμή σχεδόν τρέχοντας. Έφθασε στην Έκατονταπυλιανή λίγο μετά την ανατολή του ηλίου. Έτρεξε γρήγορα στο εικόνισμα της Θεοτόκου. Στή θεία της μορφή αναγνώρισε τη γυναίκα του οράματος του. Γονάτισε καί προσευχήθηκε ώρες ολόκληρες. Ύστερα γύρισε στο Πίσω Λιβάδι. Εκεί διαπίστωσε ένα καινούργιο θαύμα: Οι βάρκες καί το ψαροκάικο έστεκαν στη στεριά χωρίς καμιά ζημιά!

Τα φίδια της Κεφαλλονιάς
     Στή νότια Κεφαλονιά, κοντά στο χωριό Μαρκόπουλο, συναντάμε την εκκλησία της Κοιμήσεως. Εκεί κάθε Δεκαπενταύγουστο συμβαίνει κάτι περίεργο καί θαυμαστό. Από την εορτή της Μεταμορφώσεως εμφανίζονται μέσα κι έξω από τον ναό φίδια. Είναι τα λεγόμενα «φίδια της Παναγίας».
Όσο περνούν οί μέρες πληθαίνουν κι αυτά, καί την παραμονή της Κοιμήσεως αυξάνονται υπερβολικά. Βλέπεις Μαρκοπουλιώτες να γυρίζουν στη ρεματιά, στην όχθη της οποίας είναι χτισμένη ή εκκλησία, για να μαζέψουν φίδια να τα φέρουν στην Παναγία. Από που βγαίνουν, αλλά καί που κρύβονται μετά την εορτή, κανείς δεν γνωρίζει. Παραμένει ένα μυστήριο.
Την ώρα του εσπερινού κυκλοφορούν ελεύθερα ανάμεσα στους πιστούς, στα προσκυνητάρια καί στα στασίδια, χωρίς να φοβούνται κανένα.
— Θ' ανεβαίνουν στον κόρφο σας, λένε οι χωρικοί για να προετοιμάσουν τους ξένους, καί με τη χάρη τσή Παναγίας δεν θα σας πειράζουνε. Θα τα βαστάτε στο χέρι σας καί θα σας γλύφουνε σα γατσούλια.
Το γεγονός αυτό τονίζει το ακόλουθο τοπικό δίστιχο: «Τα φίδια άπ' το Μαρκόπουλο καλαίνω να με φανέ, μα κείνα είναι τσή Παναγιάς καί με χαϊδολογδνε».
Πραγματικά, βλέπει κανείς απίστευτα πράγματα: "Αλλα φίδια τυλιγμένα σαν βραχιόλια στα μπράτσα των πιστών. "Αλλα ανεβασμένα στην εικόνα της Παναγίας ή στον Εσταυρωμένο, καί άλλα στους άρτους της αρτοκλασίας. Μπορεί επίσης ένα φίδι ν' ανεβεί στο ευαγγέλιο, πού διαβάζει ό παπάς την ώρα της θ. λειτουργίας. Πανηγυρίζουν κι αυτά σαν εκπρόσωποι του ζωικού βασιλείου μαζί με τους χριστιανούς. Καί δίνουν στην εορτή ένα τόνο έδεμικό, αφού στην Εδέμ οι πρωτόπλαστοι ζούσαν αδελφωμένοι με τα ζώα.
Φεύγοντας ή 15η Αυγούστου, αναχωρούν καί τα φίδια. Γερμανοί φυσιοδίφες τα εξέτασαν, αλλά δεν μπόρεσαν να τα κατατάξουν σε κανένα από τα γνωστά είδη. Είναι γκρίζα, λεπτά, καί δεν περνούν το μέτρο. Όταν τα χαϊδεύεις, νοιώθεις το δέρμα τους βελούδινο καί βλέπεις δυο ματάκια σπινθηροβόλα. Στό πλατύ τους κεφάλι σχηματίζεται ένας μικρός σταυρός, καθώς επίσης καί στην άκρη της λεπτής γλώσσας τους.
"Αν κάποια χρονιά τα φίδια δεν παρουσιασθούν, είναι κακό σημάδι. Αυτό συνέβη το 1940, καθώς καί το 1953, οπότε δοκιμάσθηκε το νησί από τους σεισμούς.
Το απόστημα του σχολάρχη
 O Ευγένιος Βούλγαρις διετέλεσε διευθυντής στην Άθωνιάδα σχολή το δεύτερο ήμισυ του 18ου αί. Στήν ιερά μονή Διονυσίου ό σοφός αυτός άνδρας δοκίμασε τη θαυματουργική δύναμη της Παναγίας του Ακάθιστου, ή οποία τον θεράπευσε από ένα οδυνηρό απόστημα.
«Θα διηγηθώ, σημειώνει ό ίδιος, το θαύμα πού έκανε σε μένα ή Παναγία, για να της αποδώσω έτσι την ευγνωμοσύνη πού της οφείλω. Δεν το γράφω για να ύπερηφανευθώ ότι δέχτηκα τάχα θεία επίσκεψη, κι ούτε με πειράζει, αν θα με χαρακτηρίσουν ανόητο για τη διήγηση.
Το 1758, λοιπόν, ήμουν σχολάρχης στην Άθωνιάδα. "Οταν ήρθε ή άνοιξη, παρουσιάστηκε στο βάθος της αριστερής μου μασχάλης ένα επικίνδυνο απόστημα. Με ταλαιπωρούσε ένας ελαφρός πυρετός κι ένοιωθα εξάντληση. Το απόστημα διαρκώς μεγάλωνε καί σκλήραινε. Όλο το κοίλωμα της μασχάλης καί ό αριστερός μαστός είχαν σκληρύνει σαν την πέτρα.
Πονούσα φοβερά. Δεν μπορούσα όχι μόνο να σταθώ, μα ούτε να καθίσω, να ξαπλώσω, να κοιμηθώ ή να αναπνεύσω ελεύθερα. Ένοιωθα απογοήτευση καί προτιμούσα τον θάνατο από τη φοβερή εκείνη ταλαιπωρία.
Μερικοί φίλοι με συμβούλευαν να νοσηλευθώ σε νοσοκομείο της Χίου, της Σμύρνης ή της Θεσσαλονίκης. Κάθε όμως μετακίνηση ήταν δύσκολη καί επικίνδυνη.
Πάνω στην απελπισία μου μαθαίνω ότι κάποιος διόνυσιάτης μοναχός Νικηφόρος είναι ειδικός στο να χειρουργεί αποστήματα. Παίρνω την απόφαση να τον επισκεφθώ. Με Βάλανε με πολύ κόπο σε μία μικρή βάρκα, κι άφού κάναμε τον περίπλου του "Αθωνα φθάσαμε στη μονή Διονυσίου.
Ό π. Νικηφόρος εξέτασε προσεκτικά το απόστημα καί μου είπε:
— Έχε θάρρος. Τη θεραπεία όμως να την περιμένεις από τον Τίμιο Πρόδρομο, τον προστάτη της μονής. Έγώ μόνο σαν Βοηθός του θα σου χρησιμεύσω.
Συγχρόνως έβαλε στο πονεμένο μέρος μαλακτικά, γιά να μαλακώσουν τη σκληρότητα του. Μέσα μου φούντωσε ή ελπίδα ότι με τη δύναμη του Τιμίου Προδρόμου θα με θεράπευε.
Ό π. Νικηφόρος μου έβαζε χίλια δυο καταπλάσματα. Καί τί δεν επινοούσε! Χόρτα, ρίζες, φύλλα, φρούτα, ξύγκια, σαλιάγκια, πυρακτωμένους πλίθους, λάδια διάφορα. Το απόστημα όμως ούτε υποχωρούσε ούτε μαλάκωνε. Αντίθετα, χειροτέρευε.
Τότε ό γέροντας αποφάσισε να με χειρουργήσει. "Ηθελε να χτυπήσει το κακό στη ρίζα, ή οποία, καθώς έλεγε, ήταν μεγάλη σαν ρεβίθι. θα βύθιζε λοιπόν στο βάθος το μαχαίρι καί, βγάζοντας τη ρίζα πού ήταν ή αρχή του κάκου, σύντομα θα εξαφανιζόταν καί όλο το απόστημα.
Εγώ όμως φοβήθηκα την τόλμη του χειρούργου. Απόστημα πού δεν είχε ωριμάσει δεν έπρεπε καί να χειρουργηθεί. Γι' αυτό αρνήθηκα την επέμβαση. Έτσι ο π. Νικηφόρος απελπίστηκε νια τη θεραπεία μου, ενώ εγω για τη ζωή μου.
"Απογοητευμένος τελείως από την ανθρώπινη βοήθεια, στράφηκα προς τη Μητέρα της ευσπλαχνίας, καί την ικέτευα επίμονα με δάκρυα να μου γίνει ιατρός καί θεραπευτής.
—  «Βλέψον ίλεω όμματί σου καί έπίσκεψαι την κάκωσιν ην έχω», θρηνούσα με χαμηλή φωνή.
Ύστερα γυρίζω στους παρόντες καί τους λέω:
— Πηγαίνετε με στο παρεκκλήσι της Θεοτόκου του Ακάθιστου, καί αφήστε με μπροστά στη θαυματουργή εικόνα της.
Πράγματι, με πήγαν εκεί σηκωτό. Κι ενώ ό παπάς έψαλλε για χάρη μου τη μεγάλη Παράκληση, εγώ διαρκώς έκλαιγα. Τέλος έπεσα μπροστά στην εικόνα της Παναγίας, κι αφού έβρεξα το έδαφος με τα δάκρυα μου, ικέτευσα θερμά καί είπα:
- Μη μ' αφήσεις, Μητέρα, να χαθώ. Σταμάτησε τη συμφορά μου. «Πάντα γαρ δύνασαι ως μήτηρ ούσα του τα πάντα ισχύοντος Θεού».
Αυτό ήταν! Αμέσως ένοιωσα μέσα μου δύναμη, σηκώθηκα καί βγήκα χαρούμενος από το παρεκκλήσι. Με τη βοήθεια ενός αδελφού καί του μπαστουνιού μου ανέβηκα στο κελί μου καί κοιμήθηκα επί τέλους όλη τη νύχτα - εγώ, πού πέρασα τόσες νύχτες άυπνος από τους πόνους.
Το πρωί ήμουν ήρεμος. Το απόστημα σε λίγο μαράθηκε καί εξαφανίστηκε.
'Από τότε αισθάνομαι οφειλέτης στη Θεομήτορα καί κηρύττω παντού το θαύμα της».
Ένα θαύμα στο μικροσκόπιο
     Ενα πρωτοφανές θαύμα της Θεοτόκου αναστάτωσε τον θρησκευτικό κόσμο στη Γαλλία: Ό Μπασάμ Άσσάφ είναι υπηρέτης ενός ορθοδόξου σύρου στο Παρίσι, του Μιχαήλ Μερέζ.
Στίς 12 Αυγούστου 1988 ό Μερέζ απουσίαζε καί τηλεφώνησε στον Άσσάφ να κάνει τίς απαραίτητες προετοιμασίες νια την εορτή της Κοιμήσεως. Ό πλούσιος επιχειρηματίας έχει μέσα στο σπίτι του ένα μικρό εκκλησάκι. Μέσα σ' αυτό ό πιστός υπηρέτης έκαψε θυμίαμα, άναψε ακοίμητη κανδήλα καί πρόσφερε άνθη στη Θεοτόκο, της οποίας υπάρχουν έκεί πολλές εικόνες.
Ύστερα προσευχήθηκε στην Παναγία για την οικογένεια του πού μένει στη Συρία, καί νια τον κύριο του πού τον αγαπά σαν πατέρα.
Την ώρα εκείνη ακριβώς εμφανίζεται στον υπηρέτη ή Θεοτόκος καί του λέει:
- Σέ προστατεύω. Είμαι μαζί σου. Πάρε αυτό το δώρο!
Την ίδια στιγμή ό 'Ασσάφ ένοιωσε να γεμίζουν τα χέρια του μ' ένα υγρό, πού είχε τη σύσταση καί την οσμή πολύ καθαρού ελαιόλαδου.
"Οταν επέστρεψε ό Μερέζ στο Παρίσι, πληροφορήθηκε το γεγονός, αλλά προτίμησε να το κρατήσει μυστικό. Το θαύμα όμως επαναλήφθηκε, καί το θαυματουργό έλαιο έκανε διάφορες θεραπείες σε σύρους καί λιβανέζους. Τότε ό Μερέζ έδωσε συνέντευξη τύπου, παρουσία του Μητροπολίτου Γαλλίας Ιερεμία καί του εκπροσώπου του πατριαρχείου Αντιοχείας στη Γαλλία επισκόπου Γαβριήλ.
Το θαυμαστό σημείο δεν παύει να επαναλαμβάνεται. Κι όχι μόνο στο εκκλησάκι του Μερέζ, αλλά καί άλλου, όταν ό Άσσάφ προσεύχεται ή συμμετέχει στη θεία λειτουργία ή απλώς μνημονεύει το όνομα του Ίησού καί της Παναγίας. Στίς 17 Σεπτεμβρίου 1988, την ώρα της θείας λειτουργίας στον ελληνικό ναό του αγίου Στεφάνου της όδοϋ Ζώρζ Μπιζέ, το έλαιο ανάβλυζε επί μία ώρα καί το διαπίστωσαν όλοι οί πιστοί.
Ό Άσσάφ είναι τριάντα χρονών, πολύ απλός καί με καθαρή καρδιά. Παραμένει σε μεγάλη ταπείνωση καί απλότητα, καί λέει πώς κάθε φορά πού συμβαίνει το θαύμα γεμίζει από ανείπωτη χαρά. Πιστεύει μάλιστα οτι ή ευλογία αυτή του Θεού ανήκει σε όλους. Στή συνέχεια ανέλαβε ή επιστήμη να ερευνήσει την αλήθεια του θαύματος. Ορίστηκε μία επιτροπή, της οποίας τα μέλη παρακολούθησαν το φαινόμενο τρεις φορές, κατά τίς όποιες συγκέντρωναν το έκκρινόμενο έλαιο καί το υπέβαλλαν σε βιοχημικές αναλύσεις.
Οι εξετάσεις αυτές έγιναν στο Εργαστήριο Βιοχημείας των Λιπιδίων του Νοσοκομείου Πιτιέ-Σαλπετριέρ στο Παρίσι, από τον καθηγητή Ζ. Λ. ντε Ζέν. Τα πορίσματα της επιτροπής παρουσίασε στη δημοσιότητα ό μητροπολίτης Ιερεμίας. Σύμφωνα με αυτά το υγρό παρουσιάζει τη χαρακτηριστική σύσταση ενός φυτικού ελαίου. Περιέχει στοιχεία λιπιδικά, ιδιαιτέρως φυτοστερόλες, οί όποιες δεν υπάρχουν στο αίμα. Επιπλέον είναι αδύνατον να συντεθούν από τον ανθρώπινο οργανισμό. Το υγρό επίσης περιέχει χοληστερίνη, ένα συστατικό ζωικής προελεύσεως, το όποιο ουδέποτε συναντάται σε οποιοδήποτε ελαιόλαδο. Υπογραμμίζοντας το τελευταίο αυτό σημείο, ή επιτροπή συμπεραίνει ότι ύπ' αυτές τίς συνθήκες «το υγρό δεν μπορεί να προέρχεται από κάποια εξωτερική παροχή ελαιολάδου». Βεβαιώνει επίσης την αναμφισβήτητη βελτίωση της υγείας δύο ατόμων πού χρίσθηκαν με το έκκρινόμενο έλαιο από τα χέρια του Μπασάμ Άσσάφ.
Καί ή αναφορά της επιτροπής καταλήγει ως εξής: «Το γεγονός αυτό δεν επιδέχεται καμιά φυσική ή λογική εξήγηση. Εντάσσεται μάλλον στο πλήθος των θαυμάτων της Παναγίας μας, πού γνώρισε ή ιστορία της Εκκλησίας».

Στον πόλεμο του '40
    Στο μέτωπο, σ' όλη τη γραμμή, από τη γαλανή θάλασσα του Ιονίου μέχρι ψηλά τίς παγωμένες Πρέσπες, ό ελληνικός στρατός άρχιζε να βλέπει παντού το ϊδιο όραμα: Έβλεπε τίς νύχτες μια γυναικεία μορφή να Βαδίζει ψηλόλιγνη, άλαφροπερπάτητη, με την καλύπτρα της άναριγμένη από το κεφάλι στους ώμους. Την αναγνώριζε, την ήξερε από παλιά, του την είχαν τραγουδήσει όταν ήταν μωρό κι ονειρευόταν στην κούνια. Ήταν ή μάνα ή μεγαλόψυχη στον πόνο καί στην δόξα, ή λαβωμένη της Τήνου, ή υπέρμαχος  Στρατηγός.

Γράμμα από τη Μόροβα
     Ο Τάσος Ρηγοπούλας, στρατευμένος στήν Αλβανία το 1940, έστειλε από το μέτωπο το παρακάτω γράμμα στον αδελφό του. «Αδελφέ μου Νίκο.
Σου γράφω από μια αετοφωλιά, τετρακόσια μέτρα ψηλότερη από την κορυφή της Πάρνηθας. Ή φύση τριγύρω είναι πάλλευκη. Σκοπός μου όμως δεν είναι να σου περιγράψω τα θέλγητρα μιας χιονισμένης Μόροβας με όλο το άγριο μεγαλείο της. Σκοπός μου είναι να σου μεταδώσω αυτό πού έζησα, πού το είδα με τα μάτια μου καί πού φοβάμαι μήπως, ακούγοντας το από άλλους, δεν το πιστέψεις.
Λίγες στιγμές πρίν ορμήσουμε για τα οχυρά της Μόροβας, είδαμε σε απόσταση καμιά δεκαριά μέτρων μια ψηλή μαυροφόρα να στέκει ακίνητη.
 - Τίς εϊ; Μιλιά...
Ό σκοπός θυμωμένος ξαναφώναξε: -Τις ει;
Τότε, σαν να μας πέρασε όλους ηλεκτρικό ρεύμα, ψιθυρίσαμε: Η ΠΑΝΑΓΙΑ!
Εκείνη όρμησε εμπρός σαν να είχε φτερά αετού. Εμείς από πίσω της. Συνεχώς την αισθανόμασταν να μας μεταγγίζει αντρειοσύνη. Ολόκληρη εβδομάδα παλέψαμε σκληρά, νια να καταλάβουμε τα οχυρά ΊΒάν-Μόροβας.
Υπογραμμίζω πώς ή επίθεση μας πέτυχε τους Ιταλούς στην αλλαγή των μονάδων τους. Τα παλιά τμήματα είχαν τραβηχτεί πίσω καί τα καινούργια... κοιμόνταν! Το τί έπαθαν δεν περιγράφεται. Εκείνη ορμούσε πάντα μπροστά. Κι όταν πια νικητές ροβολούσαμε προς την ανυπεράσπιστη Κορυτσά, τότε ή Υπέρμαχος έγινε ατμός, νέφος απαλό καί χάθηκε».
Θαύμα στο Μπούμπεση
     Ζωντανό θαύμα της Παναγίας έζησαν στον έλληνοϊταλικό πόλεμο οί στρατιώτες του 51ου ανεξαρτήτου τάγματος, με διοικητή τον ταγματάρχη Πετράκη, στην κορυφογραμμή του Ροντένη, δεξιά της θρυλικής Κλεισούρας.
Κάθε βράδυ, από τίς 22-1-41 καί έπειτα, στίς 9.20 ακριβώς, το βαρύ ιταλικό πυροβολικό άρχιζε βολή εναντίον του τάγματος Πετράκη καί του δρόμου, άπ' όπου περνούσαν τα μεταγωγικά. Πέρασαν ήμερες καί το κακό συνεχιζόταν, δημιουργώντας εκνευρισμό καί απώλειες. Τολμηροί ανιχνευτές των εμπροσθοφυλακών καί αεροπόροι εξαπολύθηκαν μέχρι βαθιά στίς ιταλικές γραμμές, αλλά επέστρεψαν άπρακτοι. Δεν μπορούσαν να εντοπίσουν τα ιταλικά πυροβόλα, ίσως γιατί οί Ιταλοί κάθε βράδυ τα μετακινούσαν.
Ήταν όμως απόλυτη ανάγκη να εντοπισθούν οί εχθρικές θέσεις. Ένα βράδυ του Φεβρουαρίου ακούστηκαν πάλι οί όμοβροντίες των ιταλικών κανονιών.
- Παναγία μου, φώναξε τότε ό ταγματάρχης εντελώς αυθόρμητα, βοήθησε μας! Σώσε μας άπ' αυτούς τους δαίμονες.
Αμέσως στο βάθος πρόβαλε ένα φωτεινό σύννεφο. Σιγά-σιγά σχημάτισε κάτι σαν φωτοστέφανο. Καί κάτω άπ' αυτό μερικά ασημένια συννεφάκια σχημάτισαν τη μορφή της Παναγίας, ή οποία άρχισε να γέρνει προς τη γη καί στάθηκε σ' ένα φαράγγι, ανάμεσα σε δύο υψώματα του Μπούμπεση. Το όραμα το είδαν όλοι στο τάγμα καί ρίγησαν.
-  Θαύμα! βροντοφώναξε ό ταγματάρχης.
-  Θαύμα! Θαύμα! επανέλαβαν οι στρατιώτες καί σταυροκοπήθηκαν.
Αμέσως έφυγε ένας σύνδεσμος με σημείωμα του Πετράκη νια την πυροβολαρχία του Τζήμα. Σέ δέκα λεπτά βρόντησαν τα ελληνικά κανόνια καί σε είκοσι έσίγησαν τα ιταλικά. Οί οβίδες μας είχαν πετύχει απόλυτα τον στόχο.

  Ό βλάσφημος ανθυπασπιστής
     Ο Χρήστος Βέργος, επιστρατευμένος στον πόλεμο της Κορέας, διηγείται:
«Ήμουν ανθυπασπιστής στο τάγμα της Κορέας. Δεν πίστευα πουθενά, παρά μόνο στη δύναμη των Βαρέων όπλων πού κατεύθυνα. Επί πλέον ήμουν αδιόρθωτα βλάσφημος. Όλες οί βλασφημίες μου συγκεντρώνονταν στην Παναγία. Όσοι με άκουγαν ανατρίχιαζαν. Οι φαντάροι μου έκαναν τον σταυρό τους, για να μην τους βρει κακό. Οι ανώτεροι μου διαρκώς με παρατηρούσαν καί με τιμωρούσαν. "Ωσπου μια νύχτα έζησα ένα ολοφάνερο Θαύμα.
Ξημέρωνε ή 7η "Απριλίου 1951. Με τη διμοιρία μου είχα καταλάβει μια πλαγιά σε ύψωμα κοντά στον 38ο παράλληλο. Μέχρι τα ξημερώματα έμεινα άγρυπνος στο όρυγμα μου μαζί με τον στρατιώτη Σταύρο Άδαμάκο. Όταν ρόδιζε ή αυγή, οπότε δεν υπήρχε φόβος αιφνιδιασμού, αποκοιμήθηκα. Είδα τότε ένα όνειρο πού με συνετάραξε:
Μία γυναίκα στα μαύρα ντυμένη, με αγνή ομορφιά καί γλυκύτατη φωνή, με πλησιάζει καί με ρωτά ακουμπώντας το χέρι στον ώμο μου:
-  θέλεις να βρίσκομαι κοντά σου Χρήστο; Ένοιωσα τότε μια βαθειά αγαλλίαση.
- Καί ποια είσαι συ; τη ρώτησα.
Τότε εκείνη άλλαξε έκφραση καί με παρατήρησε αυστηρά:
- Γιατί, Χρήστο, διαρκώς με βρίζεις;
— Πρώτη φορά σε βλέπω! διαμαρτυρήθηκα. Πώς είναι δυνατό να βρίζω μια άγνωστη μου;
- Ναί, Χρήστο, επέμεινε εκείνη πιο αυστηρά. Με βρίζεις. Εγώ όμως είμαι πάντα κοντά σε σένα καί σ' όλους τους στρατιώτες του τάγματος. Γιατί δεν πηγαίνετε στο Πουσάν, ν' ανάψετε κεριά στ' αδέλφια σας πού έχουν ταφεί εκεί;
Μ' αυτή τη φράση ξύπνησα τρομαγμένος. Ό Σταύρος δίπλα μου με κοίταζε σαστισμένος.
-  Κύριε άνθυπασπιστά, κάτι έχεις, μου είπε. Βογκούσες καί παραμιλούσες στον ύπνο σου.
Του διηγήθηκα το όνειρο μου καί καταλήξαμε πώς ήταν αποτέλεσμα κοπώσεως καί συζητήσεων γύρω από τους νεκρούς του Πουσάν.
Ενώ όμως λέγαμε αυτά, ξαναβλέπω τη γυναίκα του ονείρου μου μπροστά μου. —  Άδαμάκο! βάζω μια φωνή. Ή γυναίκα... Αυτή... Να... τη βλέπεις;
Εκείνος προσπαθούσε να με καθησυχάσει, αλλά που εγώ! Ή μαυροφορεμένη γυναίκα με την αγνή ομορφιά καί τη γλυκύτατη φωνή στάθηκε κοντά μου καί μου είπε:
— Μη φοβάσαι... Μη φοβάσαι, παιδί μου. Είμαι ή Παναγία. Σάς προστατεύω όλους παντού καί πάντοτε. 'Αλλά θέλω από σένα να μη με βρίσεις ούτε στίς δυσκολότερες στιγμές της ζωής σου.
Πέφτω αμέσως ταραγμένος να φιλήσω τα πόδια της. Εκείνη όμως είχε γίνει άφαντη. Έκλαψα τότε άπ' τα βάθη της καρδίας μου ένα κλάμα ανακουφίσεως καί χαράς, εγώ πού δεν είχα κλάψει ποτέ στη ζωή μου».

Το αδέσποτο μουλάρι
     Ο Ν. Ντραμουντιανός διηγείται μία θαυμαστή εμπειρία του από τον πόλεμο του '40:
«Ό λόχος μας πήρε διαταγή να καταλάβει ένα προχωρημένο ύψωμα νια προγεφύρωμα. Στήσαμε ταμπούρι μέσα στα βράχια. Μόλις τακτοποιηθήκαμε, άρχισε να πέφτει πυκνό χιόνι. Έπεφτε αδιάκοπα δύο μερόνυχτα κι έφτασε σε πολλά μέρη τα δύο μέτρα. Αποκλειστήκαμε από την επιμελητεία. Καθένας είχε τροφές στο σακίδιο του για μία ήμερα. Από την πείνα καί το κρύο δεν λάβαμε πρόνοια «δια την αυριον» καί τίς καταβροχθίσαμε.
Από κει καί πέρα άρχισε το μαρτύριο. Τη δίψα μας τη σβήναμε με το χιόνι, αλλά ή πείνα μας θέριζε. Περάσαμε έτσι πέντε μερόνυχτα. Σκελετωθήκαμε. Το ηθικό μας το διατηρούσαμε ακμαίο, αλλά ή φύση έχει καί τα όρια της. Μερικοί υπέκυψαν. Το ίδιο τέλος περιμέναμε όλοι «υπέρ πίστεως καί πατρίδος».
Τότε μία έμπνευση του λοχαγού μας έκανε το θαύμα! Έβγαλε άπ' τον κόρφο του μία χάρτινη εικόνα της Παναγίας, την έστησε στο ψήλωμα καί μας κάλεσε γύρω του:
— Παλικάρια μου! είπε. Στήν κρίσιμη αυτή περίσταση ένα θαύμα μόνο μπορεί να μας σώσει. Γονατίστε, παρακαλέστε την Παναγία, τη μητέρα του Θεανθρώπου, να μας βοηθήσει!
Πέσαμε στα γόνατα, υψώσαμε τα χέρια, παρακαλέσαμε θερμά. Δεν προλάβαμε να σηκωθούμε κι ακούσαμε κουδούνια. Παραξενευτήκαμε καί πιάσαμε τα όπλα. Πήραμε θέση «επί σκοπόν».
Δεν πέρασε ένα λεπτό καί βλέπουμε ένα πελώριο μουλάρι να πλησιάζει κατάφορτο. Ανασκιρτήσαμε! Ζώο χωρίς οδηγό να περνά το βουνό, μ' ένα μέτρο χιόνι — το λιγότερο - ήταν εντελώς αφύσικο. Καταλάβαμε: Το οδηγούσε ή Κυρία Θεοτόκος. Την ευχαριστήσαμε όλοι μαζί ψάλλοντας σιγανά, μα ολόκαρδα, το «Τη ύπερμάχω» καί άλλους ύμνους της. Το ζώο είχε πάνω του μία ολόκληρη επιμελητεία από τρόφιμα: κουραμάνες, τυριά, κονσέρβες, κονιάκ καί άλλα.
Πολλές κι απίστευτες κακουχίες πέρασα στον πόλεμο. 'Αλλ' αυτή μου μένει αξέχαστη, γιατί δεν είχε διέξοδο. Την έδωσε όμως ή Παναγία».

Εμφανίσεις και θαύματα της ΠΑΝΑΓΙΑΣ
Έκδοση Ιεράς Μονής Παρακλήτου
Ωρωπός Αττικής.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου